United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Καπετάν Πρέκας δεν πήγε από το θέλημα του Θεού. Σκοτώθηκε μοναχός του! Και κτυπούσε τη γροθιά του απάνω στο τραπέζι του μαγαζιού ο Γιάννης ο Μακαρίτης. Το «Μακαρίτης» ήτανε παρατσούκλι, που τούχε κολλήσει από χρόνια του Γιάννη του Σκαρπαλέντζου. Κανένας δεν τον γνώριζε πια με ταληθινό του τόνομα. Ο Γιάννης ο Καλαφάτης κι' ο Γιάννης ο Μακαρίτης! Έτσι τον ξέρανε.

Τρεις όλες εβδομάδες ηρχόμουν πρωί και βράδυ εις το χρηματιστήριο να να ιδώ τι τρέχει. Η καρδιά μου κτυπούσε σαν κουδούνι και προτού να σηκώσω τα μάτια εις τον πίνακα έκαμνα το σταυρό μου και έταζα κερί εις όλους τους αγίους, να με αξιώσουν να ιδώ σημειωμένη καλλίτερη τιμή. Τίποτις όμως δεν ωφελούσεν.

Μ' αυτό σερνότανε απάνω στα καλδερίμια του νησιού, μ' αυτό κτυπούσε τις πόρτες, γυρεύοντας το ψυχικό των χριστιανών, μ' αυτό έδιωχνε τα μαντρόσκυλα που χυμούσανε να την ξεσχίσουν. Κ' όταν έπεφτε το βράδυ να κοιμηθή τώβαζε πάντοτε στο πλάι της, συντροφιά και παρηγοριά της, γιατί δίχως αυτό δεν μπορούσε να σηκωθή απ' το στρώμα. Σιγάσιγά το αγάπησε σαν άνθρωπο.

Ή θαρρείς για τον πατέρα αν κανένας αμφιβάλλη, πως θα παραλείψουν τάχα να τα χέσουνε και πάλι; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Αλλά δεν θα επιστρέψη όποιος τύχη να το ιδή. Τότε εύκολα κτυπούσε τον πατέρα το παιδί, και δεν έδιναν καθόλου προσοχήν οι πάρα-πέρα• αλλά τώρα, σαν ακούσουν πως κτυπούν ένα πατέρα, ο καθένας ότι δέρνουν τον δικόν του θα νομίση και θα τρέξη να χωρίση,

Εγώ δε σαγαπώ, εγώ, καρδιά τση καρδιάς μου, εγώ φως των αμματιώ μου; Εγώ που χάνομαι, που θα χαθώ για σένα; Αχ! να μπόρουνα να σανοίξω την καρδιά μου. Μα θα με καταλάβης;...Εγώ, Γιωργή μου, δε σαγαπώ, εγώ, εγώ; Το κεφάλι της έπεσ' έπειτα στον ώμο μου κάμποσα λεπτά. Η αναπνοή της ήτο βίαιη, σαν να κουράστηκε πολύ, κη καρδιά της κτυπούσε δυνατά.

Το μουλάρι θα τρόμαξε βέβαια από τον αλλόκοτο αναβάτη, αλλά και με τέτοια μανία το κτυπούσε ο καταχανάς με τη ξιφολόγχη, που το ζώον άρχισε να τρέχη σαν τρελλό. Ο καταχανάς όμως στεκότανε καλά στο σαμάρι. Κατόπιν του έτρεξε κένα πλήθος, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι τον κεφαλοχωρίου. Άλλοι από συγγενικό ενδιαφέρο, άλλοι από περιέργεια κένας από συμφέρο. Ο χωρικός πούχε το μουλάρι. Αυτός πήγαινε πρώτος.

Αυτό 'μπορώ να το ειπώ, αλήθεια! Είχε το χέρι του βαρύ και γρήγορα 'κτυπούσε. Απέθανε κ' εσάπισε. ΚΕΝΤ Εγώ, αυθέντα, ήμουν. Εγώ... ΛΗΡ Αυτό θα το ιδώ αμέσως. ΚΕΝΤ Εγώ είμαι, που τ' άτυχά σου ρήματα παντού ακολουθούσα, αφού σε κατεπλάκωσε η συμφορά κ' η πίκρα. ΛΗΡ Καλώς μας ώρισες λοιπόν. ΚΕΝΤ Όχι καλώς, διότι εδώ είν' όλα θλιβερά και σκοτεινά και μαύρα.

Η καρδιά της ήτον πλακωμένη και σκοτεινό σύννεφο βρισκότανε μπρος στα μάτια της. Ήταν εξήμισυ η ώρα όταν άκουσε τον Βέρθερο ν' ανεβαίνη τη σκάλα και αμέσως ανεγνώρισε το βήμα του, τη φωνή του να ρωτά για κείνη. Πόσο κτυπούσε η καρδιά της και, μπορούμε σχεδόν να πούμε, για πρώτη φορά κατά τον ερχομό του!

Και την σκληρήν σου αδελφήν δεν ήθελα ν' αφήσω εις την χρισμένην σάρκα του να χώνη λύκου 'δόντια! Την νύκτα την ολόμαυρην, οπού η τρικυμία 'κτυπούσε το ασκέπαστο κεφάλι του, θαρρούσες πως θα φουσκώση η θάλασσα ως τ' ουρανού τα ύψη, να σβήση με τα κύματα τα πυρωμέν' αστέρια! Αλλά επλήθαιν' η βροχή από τα δάκρυά του!

Τα μάτια της κυττάζανε τα δικά του και τα μάτια τους λέγανε λόγια αγάπης. Ο φιλόσοφος έγυρε τότε το άσπρο του κεφάλι απάνω στα γυμνά στήθη της κοπέλλας. Μα η καρδιά της δε κτυπούσε. Μόνο το στήθος ανεβοκατέβαινε σιγά σαν ελαφρό κυματάκι. Κι' ο φιλόσοφος θαρρούσε πως ονειρεύεται, γιατί ποτέ του δεν είχε γνωρίσει τη ζωή και την αγάπη. Η κοπέλλα τότε έσκυψε αποπάνω του.