United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βράδυ-βράδυ ο Παπά-Νικόλας, αφού αγίασε μερικά σπίτια τα οποία δεν επρόφθασε την παραμονήν, φορών τα εορταστικά του ράσσα καινουργή και ευωδιάζοντα αγιωσύνην, επήγε να χαιρετίση τον καλόν του φίλον καπετάν-Μαμμήν, ευτυχισμένον πλέον ωσάν εις τα παληά του τα χρόνια, και να πη το καλώς ώρισες εις τον καπετάν-Μοναχάκην.

Αφού μου ήτανε γραφτό με δυο παιδιά του Άρη να πολεμήσω στην αρχή με τον Λυκάονα πρώτον και με τον Κύκνον έπειτα, να τώρα και ο τρίτος που έχει αυτά τα άλογα· μα δεν θα ιδή κανένας να φοβηθώ εγώ ποτέ, εγώ ο γυιός της Αλκμήνης. ΧΟΡΟΣ Να και του τόπου ο βασιλιάς ο Άδμητος που φτάνει. ΑΔΜΗΤΟΣ Χαίρε, καλώς μας ώρισες, γυιέ του Διός και του Περσέως απόγονε.

Ύστερα απ' αυτά τα λόγια σήκωσε το ποτήρι, που είταν γεμάτο κρασί, έκανε το σταυρό της και τώπιε ως τον πάτο, λέγοντας: — Δόξα σοι Θεέ μου! Σ' ευχαριστώ! Καλώς ώρισες, παιδί μ'! Είταν ένα Σαββάτο βράδυ του χειμώνα του 186... Καμμιά δεκαριά γυναίκες του Μικρού Χωριού, που είν' ψηλά στην αγκαλιά της ράχης , έπαιρναν νερό στην άκρη του Καλαμά, που σκίζει την Ήπειρο από βοριά κατά νοτιά.

ΟΛΟΙ. Καλώς ώρισες καπετάνιο. ΑΛΒ. Πω τι κάνεις σκοτεινά; πρα άνοιξες ορέ το παραθούραις να γλέπης ψύχα.

Κτύπα, κτύπα, κτύπα! — Ποίος είν' εκεί, δι' όνομα του Βελζεβούλ! — Ίσως είναι κανείς μυλωνάς, που εκρεμάσθηκε διότι περιμένει ευφορίαν της γης. Καλώς ώρισες! Φέρε μαζή σου προσόψια πολλά· θα έχης να ιδροκοπήσης εδώ δι' αυτό που έκαμες.

ΡΩΣ Τώρα ζητεί συμβιβασμόν ο Νορβεγός, ο Σβένος· αλλά δεν τον αφίνομεν να θάψη τους νεκρούς του αν δεν πληρώση εις μετρητά το πρόστιμον της νίκης . ΔΩΓΚΑΝ Δεν θα προδώσητο εξής του Καουδώρ ο Θάνης! Πήγαινε, δόσε προσταγήν να φονευθή αμέσως, και να δοθή του Καουδώρ ο τίτλος εις τον Μάκβεθ. ΡΩΣ Θα γείνη όπως ώρισες. ΔΩΓΚΑΝ Ό,τι εκείνος χάνει, τ' αξίζει και το αποκτά ο ευγενής ο Μάκβεθ!

Οι κώδωνες της εκκλησίας εσήμαινον προς αυτόν ως να ήθελον να του σημάνουν με τους ήχους των: «καλώς ώρισες εις την πατρίδα σου!» Η καρδιά του έπαλλε δυνατώτερα, ωγκούτο τόσον, ώστε η Μπαμπέττα για μια στιγμή εξηφανίζετο καθ' ολοκληρίαν εκεί μέσα· τόσον μεγάλη εγίνετο η καρδιά του, τόσον εγέμιζε με αναμνήσεις.

Και ησθάνθην σιδηράς τας κνήμας μου, και την ψυχήν μου χαλυβδίνην. Άνθρωποι εκράτουν εις τας χείρας των κλάδον δένδρου αγνώστου, ο είς δε έλεγεν εις τον άλλον: — Φύτευσε συ. — Όχι συ φύτευσε. Και ουδείς ετόλμα να φυτεύση. Λέγουν τότε όλοι προς εμέ, προσφέροντες έκαστος τον κλάδον του. — Καλώς ώρισες, ξένε. Ιδού κλάδος, φύτευσε συ. Ερωτώ το Φάσμα: — Τι σημαίνει η προσφορά των; Να φυτεύσω λοιπόν;

Φθάνοντας και εμπαίνοντας μέσα, ηύρε ένα Γέροντα, οπού εδείπναγε με την πολυάριθμην φαμηλιά του, και οπού ό,τι τον ίδε, καλώς ώρισες ξένε, του είπε. δεν ήρθες σε μέρος, οπού να μη γνωρίζουν φιλοξενίαν και λέγοντας, τον έκαμε τόπον να καθήση συμμά του.

Με τα δάκρυα στα μάτια έτρεχα και αγκάλιαζα όχι μόνον τους συγγενείς αλλά και κάθε συντοπίτη μου. Όλοι εφαίνονταν άγγελοι στα μάτια μου. Και οι πέτρες ακόμη επίστευα πως μ' εχαιρετούσαν και μου έλεγαν: Καλώς ώρισες, καλώς ώρισες! Οι άλλοι βέβαια είχαν περισσότερο δίκηο να ζητήσουν την πατρίδα. Καθένας είχε τους γονέους, τους συγγενείς, τους φίλους του.