United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ψυχή μου, αυτό είνε μεγάλο δυστύχημα, παρετήρησεν ο Σκούντας. — Τω όντι, είπεν ο Τρανταχτής. Και πρώτη φορά μου συμβαίνει. — Τι κρίμα, είπεν ειρωνικώς ο Σκούντας. — Και δεν ξεύρεις πόσο κακό είνε να γελάση κανείς δικούς του ανθρώπους. — Φίλοι σου λοιπόν είνε αυτοί που θα γελάσης; — Είνε κάτι περισσότερο, είνε φιλενάδες μου. — Φιλενάδες σου! μεγάλο θαύμα! — Βέβαια. Δι' αυτό είμαι λυπημένος

Να το ολόκληρο στα πόδια του, σιωπηλό κι εδώ κι εκεί να γυαλίζει από τα νερά στο λιόγερμα, το κτηματάκι που ο Έφις λογάριαζε περισσότερο δικό του παρά των κυράδων του.

Σκυφτή, μ' ένα προσωπάκι, όχι πλιό του κόσμου αυτού, μια περγαμηνή κατακίτρινη, καταυλαυκωμένη, ολοζάρωτη, μ' ένα φουστάνι φτωχικό, πενιχρό, μα πολύ καθαρό, που κάτι ήταν κι' αυτό καμμιά φορά, μα που τώρα τριμμένο και ξεθωριασμένο, ωσάν να σκεπάζη ακόμη την αποκαμωμένη κυρά τουδύο ερείπιαπροχωρεί η εκατόχρονη γρηούλα . . . Πηγαίνει μπρος, στο μεγάλο δρόμο, μιας μεγάλης πολιτείας, και πότε πότε σαν να χαμογελά στα μεγάλα σπίτια, στα ψηλά δένδρα, στους διαβάτες που περνούν αδιάφοροι, στα παιδάκια — σ' αυτά περισσότεροσαν να καμαρώνη τη λάμψι, που σκορπούνε όλα γύρω της και προχωρεί λίγο λίγο, σιγά σιγά, αλαφρά, συρτά, θάλεγες έντομο, με μόνο μια στάλα ζωής, την υστερνή ..

Είπα πως ο καπετάνιος ήθελε να παίξη την αξιοθρήνητη θέσι μας, να γελάση με τον φόβο μας· και άρχισα να πεισμώνω περισσότερο για τα άνοστα χωρατά παρά για τη σκληρή του πράξι. Ο «Σωτήρας» όμως πάντα εμάκραινε. Βάνουμε πάλι τις άγριες φωνές: — Μωρ' αδέρφια πνιγόμαστε! πού μας αφίνετε! σωτηρία! πνιγόμαστε, σωτηρία! .... Εβουλώσαμε πάλι το στόμα· εκρατήσαμε τον ανασασμό.

Και ο μαυροκαπετάνιος βλέποντάς την έτσι, εχαμήλωνε τα μάτια του κ' έφευγε να μην τη θυμώση περισσότερο.

Σαν άνοιγε τα μάτια της, η πρώτη της ματιά έπεφτε στο ραβδί της, χαϊδευτική και παραπονεμένη. Και το κοκκαλιάρικο χέρι της άπλωνε λες μοναχό του κ' έπιανε το ξερό ραβδί και το πασπάτευε μέσα στο σκοτάδι, σα να χάιδευε ανθρώπινο χέρι. Και το ραβδί πάλι, μολονότι που ήτανε ξύλο, φαινότανε να τη συμπονάη και να τη λυπάται, περισσότερο απ' τους αγίους και τους ανθρώπους.

Ο τύπος πατήρ φάνταζε καλά στο χαρτί· αμέσως τον έπαιρνε το μάτι. Δεν είχε κανείς ανάγκη να τον ξηγήση· φαίνουνταν αρχαίος. Τον έβλεπαν οι Εβρωπαίοι κι απορούσαν. Ύστερα κατάλαβαν που δεν αξίζει· πολλά γράμματα τότες ο κόσμος δεν ήξερε. Έτσι έμεινε η συνήθεια, και νόμισαν οι δασκάλοι που φτάνει ναρχαΐζουν και θα μοιάζουν τους αρχαίους. Μάλιστα προσπαθούσαν κάθε μέρα ναρχαΐζουν περισσότερο.

Εδώ θα μας πάρη η νύχτα. Αλλά με το σκοτάδι θα εκινδύνευε περισσότερο. Επήρε θάρρος και αποφάσισε με κάθε τρόπο να το διώξη από κοντά του. — Το ψάρι κοντά μου· τσιμπάει απάνω· έτοιμοι! — Έτοιμοι.

Επάλαιψες από την αυγή ως το βράδυ. Περσότερο δεν ημπορούσες· ήταν θέλημα Θεού· τι να γίνη; Συλλογίσου πως έχεις γυναίκα πίσω, παιδιά... — Γυναίκα, παιδιά!... εψιθύρισε, σαν να το άκουε πρώτη φορά. Η τύχη τους ήταν κι' εκεινών. Εφτώχηνα τρία σπίτια· τι θέλω να ζήσω περισσότερο... Να ρημάξω κι' άλλα; Ως τόσο εσηκώθηκεν ορθός. — Τράβα, μου λέγει, και θα έρθω.

Μου έρχεται στο νου στις στιγμές των απολαύσεών μου. Τον θυμούμαι κι όταν γελώ. Όμως ο Balzac δεν είναι περισσότερο ρεαλιστής απ' ό,τι ήταν ο Holbein. Έπλαθε τη ζωή, δεν την αντέγραφε.