United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκέπη όμως ακόμα πιο μαγικιά και πιο μεγαλόπρεπη στου λαού τα μάτια πρέπει να είταν η μυριοξάκουστη ομορφιά της. Γεννημένη βασίλισσα. Μάτια αστραφτερά, πρόσωπο σύμμετρο, θωριά μισόχλωμη κι αριστοκρατικιά, χάρη κι αρχοντιά που δε μεταγίνουντανπώς να μη την καμαρώνη ο λαός; Τηνέ δέχτηκε σύθρονη του Ιουστινιανού, και δεν άργησε να το νοιώση πως κακά δεν την έκρινε.

Κι αυτόν τον γαμβρόν, με μυρίους κόπους, με ανεκδιήγητα βάσανα, μόλις, μετά πολύν καιρόν, να τον πείθη τις να στεφανωθή επιτέλους. Κ' η νύφη να καμαρώνη, φέρουσα στολισμόν πολυτελή, καρπόν πολλής νηστείας και οικονομίας, κ' η νύφη να μην έχη πλέον μέσην, διά ν' αναδεικνύεται το πάλαι λιγυρόν ανάστημά της.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ακράτητος στον πόθο μου είμαι. να μάθω τα μυστικά. Δεν πείθει με λόγος κανένας. ΙΟΚΑΣΤΗ Αλλ’ όμως τ’ άριστα, θαρρώ, σε συμβουλεύω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τ’ άριστα που μου λες εσύ: αυτά με θλίβουν. ΙΟΚΑΣΤΗ Δύστυχε, καλό θα ’τανε ποτέ, ποτέ σου μη μάθης τον πατέρα σου και τη γενιά σου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πάει κανένας τον βοσκόν εδώ να φέρη; Κι αφήστε για το σόι της να καμαρώνη.

Έλεγε λοιπόν, κ' η μακαρίτισσα συφωνούσε, να μάθω εγώ καλά τα γράμματα, να βγω ύστερα πραματευτής, και σα γυρίσω, ν' αγοράσω άλλα δυο χτήματα που είτανε φόβος να περάσουνε σε τούρκικα χέρια. Κ' έτσι να ριζώσω και γω στο Μεσοβούνι, να καμαρώνη κ' η γριά τα δυο της παιδιά νοικοκοιρεμένα. Όλη αυτή την ώρα η Αννούλα πότιζε γλάστρες, και τραγουδούσε. Εκεί απάνω, ακούμε μεγάλο βοητό.

Κι' αγάπησε μίαν κόρην, ήτις ήτον μεγαλειτέρα απ' αυτόν στα χρόνια, και ήθελε να την λάβη σύζυγον. «Ή θα την πάρω, μάνα, ή θα σκοτωθώ». Το είχε πάρει κατάκαρδα. Ήτον «ερωτοχτυπημένος». Τώρα, τι να κάμη η εξαδέλφη μου Μαχούλα; Ν' αφήση τον υιόν της να εμβή στα βάσανα, τόσον νέος, κι' αυτή να έχη τεσσάρας κόρας ανυπάνδρους, να τας καμαρώνη; Και ποιος γονιός το δέχεται αυτό;

Σκυφτή, μ' ένα προσωπάκι, όχι πλιό του κόσμου αυτού, μια περγαμηνή κατακίτρινη, καταυλαυκωμένη, ολοζάρωτη, μ' ένα φουστάνι φτωχικό, πενιχρό, μα πολύ καθαρό, που κάτι ήταν κι' αυτό καμμιά φορά, μα που τώρα τριμμένο και ξεθωριασμένο, ωσάν να σκεπάζη ακόμη την αποκαμωμένη κυρά τουδύο ερείπιαπροχωρεί η εκατόχρονη γρηούλα . . . Πηγαίνει μπρος, στο μεγάλο δρόμο, μιας μεγάλης πολιτείας, και πότε πότε σαν να χαμογελά στα μεγάλα σπίτια, στα ψηλά δένδρα, στους διαβάτες που περνούν αδιάφοροι, στα παιδάκια — σ' αυτά περισσότεροσαν να καμαρώνη τη λάμψι, που σκορπούνε όλα γύρω της και προχωρεί λίγο λίγο, σιγά σιγά, αλαφρά, συρτά, θάλεγες έντομο, με μόνο μια στάλα ζωής, την υστερνή ..

Μασημάδι κι αυτό της ζωής του χωριούδεν αποτρελλαίνεται ο κόσμος εκεί με τέτοια φυσικά νανουρίσματα κι ονειριάσματα, παρά κοιτάζει την ωριόφαντη τη φύση καθώς κοπέλλα κοιτάζει τα ξέσκεπα κάλλη της στον καθρέφτη. Δικά της και σήμερα κι αύριο. Να τα καμαρώνη, ναι, και να τα κρυφοχαίρεται που μπορεί να της φέρουνε και γαμπρό. Μα όχι και να χάνη το νου της με δαύτα, ή και τον ύπνο της.

Ώφειλεν έκαστος να δώση και μετρητήν προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακόσιας, αδιάφορον. Άλλως ας είχε τας κόρας του να τας καμαρώνη. Ας τας έβαζε στο ράφι. Ας τας έκλεινε στο δουλάπι. Ας τας έστελνε στο Μουσείον. Έως εδώ είχον φθάσει αι αναμνήσεις και οι λογισμοί της αγρυπνούσης γραίας. Ελάλησε το δεύτερον ο πετεινός, θα είχαν περάσει δύο μετά τα μεσάνυκτα. Ιανουάριος ο μην. Χρόνος η νύκτα.

Τώδειχνε η μάνα του συχνά συχνά τα κορφοβούνια Και των κλεφτών τ' αράδειαζε τα έργα. Καιτην κούνια Ακόμα που τον βύζανε μικρό 'σάν τ' Αγγελούδια Τον ύπνο του νανούριζε με κλέφτικα τραγούδια. Χαράτο τέτοιο το παιδί που έτσι μεγαλώνει! Αξίζει η πατρίδα του για να το καμαρώνη. Από μικρούθε 'ςτ' άρματα συνήθεισε το χέρι, Κι' όταν λεβέντης έγεινε ήταν αετός-ξεφτέρι.

Η Λάμια εκοιμάτο εις παρακείμενον σοφάν, η δε ωραία εκείνη κλίνη της εχρησίμευσε διά να γυμνάζεται εις κεντήματα, να την καλλωπίζη, να την καμαρώνη και να την επιδεικνύη εις τους επισκέπτας της, μέχρις ου ευρεθή ο προσφερόμενος να συναναβώσιν ομού επ' αυτής, με την άδειαν του Δεσπότη και την ευλογίαν του Πάπα.