Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Εστάθη πολλήν ώραν εκεί, εκάθισεν επί της ουράς του μακρού πελωρίου κανονίου, ρεμβάζων, αγναντεύων το βαθύ γαλανόν πέλαγος, και τα άσπρα πετρώδη νησιά, κατοικίας των θαλασσαετών και των γλάρων, ακούων τον ρόγχον των κυμάτων εις τους πόδας του Κάστρου, όπου είνε γιγαντιαίος μονοκόμματος βράχος με δέκα σπιθαμές χώμα στρωμένον επί της κορυφής και της κυματοειδούς πτυχής του, ως πεντακοσίας οργυιάς ύψος από της θαλάσσης.

Άλλος δέ τις, επίσης εξαίρετος συγγραφεύς• περιέλαβε και ανεκάτωσεν εις πεντακοσίας και ίσως ολιγωτέρας γραμμάς όλα όσα συνέβησαν εξ αρχής του πολέμου εις την Αρμενίαν, την Συρίαν και την Μεσοποταμίαν, όσα συνέβησαν εις τον Τίγρητα και εις την Μηδίαν και αφού έπραξε τούτο λέγει ότι έγραψεν ιστορίαν.

Τι θα του εκόστιζε του νεαρού εκλεκτού των να εύρη κάπου πεντακοσίας χιλιάδας διά να το εκτελέση; Προσέτι ο νέος δημοτικός άρχων θα ίδρυεν εις τον τόπον εταιρίαν «Αλληλοβοηθείας» μεταξύ των ναυτικών. Και η μεν «Αλληλοβοήθεια» ποτέ δεν εξετελέσθη, κ' η κρήνη του Προφήτου Ηλιού έμεινε διά πάντοτε εις το βουνόν, όπου ήτο.

Ο δε Καμβύσης εδέχθη μεν φιλοφρόνως τα δώρα των Λιβύων, κατεφρόνησεν όμως τα των Κυρηναίων καθότι ήσαν κατώτερα, ως εγώ φρονώ. Και τωόντι οι Κυρηναίοι δεν έπεμψαν ειμή πεντακοσίας μνας αργυράς. Ο Καμβύσης λοιπόν λαβών με τας χείρας του τα νομίσματά των τα διέσπειρεν εις τον στρατόν.

Τέλος εταίριασαν και συνήφθη ο αρραβών. Ο μεγάλος υιός του Στεφανή, ο Στάθης, έλαβε το τσέκι, το οποίον έφερεν εξ Αμερικής ο αδελφός του, απήλθεν εις Βώλον και το εξηργύρωσεν. Ήτο περίπου διά πεντακοσίας αγγλικάς λίρας. Επιστρέψας εκ Βώλου έφερε περί τας 18 ή 19 χιλιάδας χαρτίνας δραχμάς. Τόση ήτον η περιουσία του Θανάση.

Απερίγραπτος λοιπόν ήτο η χαρά του κυρ-Βαρσαμού, όταν μετά την συγκομιδήν της πρώτης ενοικιάσεως ελάμβανε παρά του κυρ-Δημάκη πεντακοσίας δραχμάς, δώρον διά την υπογραφήν, ην είχε χορηγήση ως εγγύησιν εις τον τολμηρόν φίλον του, εις ον είχον κατακυρωθή τα δέκατα. Τούτο επανελήφθη τρις επί τρία συνεχή έτη.

Ώφειλεν έκαστος να δώση και μετρητήν προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακόσιας, αδιάφορον. Άλλως ας είχε τας κόρας του να τας καμαρώνη. Ας τας έβαζε στο ράφι. Ας τας έκλεινε στο δουλάπι. Ας τας έστελνε στο Μουσείον. Έως εδώ είχον φθάσει αι αναμνήσεις και οι λογισμοί της αγρυπνούσης γραίας. Ελάλησε το δεύτερον ο πετεινός, θα είχαν περάσει δύο μετά τα μεσάνυκτα. Ιανουάριος ο μην. Χρόνος η νύκτα.

Μετ' ολίγον εφθάσαμεν εις την οικίαν, και ο φέρων με κατέπεσεν ασθμαίνων επί του ανακλίντρου, μόλις κατορθώσας να απαντήση: «Πεντακοσίαςεις την ερώτησιν της συζύγου του: — «Πόσας;» — Τόσας μόνον; ηρώτησε και πάλιν δι' οξείας και πεισματώδους φωνής η κυρία, εύσωμος δέσποινα, ομοιάζουσα με αυγόν κινούμενον.

Άφησε τώρα της ιδέαις γι' αύριο, κ' έλα να κοιμηθήςΜου έρχεται ιδέα . . να μετρήσω τα τάλλαρα. — Να τα μετρήσης; και γιατί; πού σου ήλθε; — Να ιδώ, είνε σωστά πεντακόσιας ή με γέλασε ο κυρ Μαρής; — Να σε γελάση ο άνθρωπος; γιατί να σε γελάση, αφού σου τα χάρισε; Δεν σούδινε, σαν ήθελε, λιγώτερα; Ο Δημήτρης έμεινεν επί στιγμήν σιγών, κύπτων υπό το βάρος της ακαταγωνίστου εκείνης ευθύτητος.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν