United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ' έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης.

Παραλαβών δε αυτόν και άλλους πολλούς, οι οποίοι ηκολούθουν από περιέργειαν και θαυμασμόν, διέταξα όταν εφθάσαμεν εκεί να σκάψουν εις το μέρος όπου είδα να κρυφθή ο δαίμων• και όταν έσκαψαν ευρήκαν εις βάθος οργυιάς παλαιόν νεκρόν, του οποίου διετηρούντο μόνον τα κόκκαλα. Τον επήραμεν και τον εθάψαμεν αλλού, έκτοτε δε το σπήτι δεν ηνωχλήθη πλέον από φαντάσματα.

Από της λίμνης λοιπόν ταύτης πρέπει να μετρήσωμεν τους εξήκοντα σχοίνους· Όλοι οι άνθρωποι όσοι έχουσιν ολίγην γην εις την Αίγυπτον, μετρούσιν αυτήν με οργυιάς, όσοι έχουσι περισσοτέραν την μετρούσι με στάδια, όσοι έχουσι πολλήν, την μετρούσι με παρασάγγες, και όσοι έχουσι πολλοτάτην με σχοίνους.

Ήρχισε να κλαίη μετά λυγμών. Ο πατήρ του βεβαίως επνίγετο. Και αυτός δεν ηδύνατο να τον βοηθήση. Ω! να είχε τόσην δύναμιν, τόσην, όσην ο άνεμος και η θάλασσα! Αστραπή διέσχισε το σκότος. Ως εκατόν οργυιάς ανοικτά εις το πέλαγος είδεν ο Πάπος εν ακαρεί μαύρα τινα σώματα, προεξέχοντα του κύματος. — Τ' Αραπάκια! επρόφερεν εν μέσω των λυγμών του ο νέος. Απάνω στ' αραπάκια έπεσαν.

Να! . . . μου έδωκε το σημείο ο Άι-Γιάννης, είπε μέσα της σχεδόν ακουσίως η Φραγκογιαννού, άμα είδε τα δύο θυγάτρια . . . Τι λευθεριά θα της έκαναν της φτωχιάς της Περιβολούς, αν ίσως έπεφταν μέσ' στη στέρνα κ' εκολυμπούσαν! . . . Να ιδούμε, έχει νερό; Πλησιάσασα έκυψε, και είδεν ότι η στέρνα ήτο σχεδόν γεμάτη· ως δύο τρίτα οργυιάς νερού.

Και τοιαύτας σκέψεις ανεκύκλου εν τω νω, και τοιούτους φόβους έτρεφε κατερχόμενος την αγρίαν εκείνην βορειοδυτικήν ακτήν, όπου αίγες μόνον δύνανται να πατώσι. Φθάσας αντικρύ του παρεκκλησίου του Αγίου Σώζοντος, του εγειρομένου ιδιορρύθμως επί τινος σκοπέλου, ολίγας οργυιάς από του αιγιαλού, έκαμε τρις το σημείον του Σταυρού, κ' επεκαλέσθη τον Άγιον τώρα να το δείξη, να μη ψεύση το όνομά του.

Το κύμα ανήρχετο, εφούσκωνε. Η γυνή δεν οπισθοδρόμησε. Δεν είχεν άλλην σανίδα σωτηρίας. Ούτε αυτήν, την παρούσαν, μάλιστα δεν είχε. Το κύμα ανέβαινεν, ανέβαινεν. Η Φραγκογιαννού επάτει. Η άμμος ενέδιδεν. Οι πόδες της εγλυστρούσαν. Ο βράχος του αγίου Σώζοντος απείχε περί τας δώδεκα οργυιάς από την ακτήν. Ο λαιμός της άμμου, το πέραμα, θα ήτο πλέον ή πεντήκοντα βημάτων το μήκος.

Εν γένει το πλοίον διανύει κατά τας μακροτέρας ημέρας εβδομήκοντα χιλιάδας οργυιάς, κατά δε την νύκτα εξήκοντα χιλιάδας. Τοιούτοι είναι εκ φύσεως ο Πόντος, ο Βόσπορος και ο Ελλήσποντος και τοιουτοτρόπως κατεμετρήθησαν παρ' εμού. Ωφελείται δε ο Πόντος ούτος και έκ τινος λίμνης ήτις χύνεται εις αυτόν και είναι μόλις μικροτέρα αυτού. Καλείται δε η λίμνη αύτη Μαιώτις και μήτηρ του Πόντου.

Ούτω αι πυραμίδες αύται είναι εκατόν οργυιών, αι δε εκατόν οργυιαί ισοδυναμούσι με έν στάδιον εξάπλεθρον, της οργυιάς εχούσης έξ πόδας ή τέσσαρας πήχεις, του ποδός έχοντος τέσσαρας παλάμας, και του πήχεως έξ παλάμας.

Η επιφάνεια του νερού ήτο μίαν και ημίσειαν οργυιάν κάτω του στομίου, το δε βάθος του νερού πρέπει να ήτο μιας οργυιάς. Εξ εμφύτου ορμής, η Φραγκογιαννού ηθέλησε να φωνάξη και να τρέξη εις βοήθειαν. Αλλά την μεν κραυγήν της, η ιδία έπνιξεν εις τον λάρυγγα, πριν την εκβάλη, αι δε κινήσεις παρέλυσαν και το σώμα της επάγωσεν. Αλλόκοτος στοχασμός της επήλθεν εις τον νουν.