Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Το κύμα ανήρχετο, εφούσκωνε. Η γυνή δεν οπισθοδρόμησε. Δεν είχεν άλλην σανίδα σωτηρίας. Ούτε αυτήν, την παρούσαν, μάλιστα δεν είχε. Το κύμα ανέβαινεν, ανέβαινεν. Η Φραγκογιαννού επάτει. Η άμμος ενέδιδεν. Οι πόδες της εγλυστρούσαν. Ο βράχος του αγίου Σώζοντος απείχε περί τας δώδεκα οργυιάς από την ακτήν. Ο λαιμός της άμμου, το πέραμα, θα ήτο πλέον ή πεντήκοντα βημάτων το μήκος.
Μόλις πάτησε πόδι στη χώρα εκείνη, κ' ίσια στο Σπιτάλι μαζί με το έχει του. — Να μείνουν αυτά εδώ, τους λέει τους ανθρώπους εκεί. Εμένα δε μου είνε και πολύ χρειαζούμενα. Ο πρώτος που αναλάβη κ' είνε έτοιμος να μισέψη, του τα χαρίζετε. Και γίνεται άφαντος ο Γέρο Ανέστης. Τραβάει κατά τη σκάλα, βρίσκει πέραμα, και σ' ένα μερόνυχτο μέσα τηράει τις ολόχαρες ακρογιαλιές του νησιού του.
Ύστερον απ' ολίγων λεπτών της ώρας κυνηγητόν, η Φραγκογιαννού έφθασεν εις την τοποθεσίαν, την οποίαν ο Καμπαναχμάκης είχεν ονομάσει «το Μονοπάτι στο Κλήμα». Ήτον βράχος, εισέχων αποτόμως προς τα έσω, σχηματίζων μικρόν ζύγωμα, κάτωθεν του οποίου έχασκεν η άβυσσος, η θάλασσα. Άνω του ζυγώματος τούτου υπήρχε πάτημα ημισείας παλάμης το πλάτος, όλον δε το πέραμα ήτο τριών ή τεσσάρων βημάτων.
Τώρα, χιλιάκις αν ήτο αθώα, ο κόσμος θα την κατεδίκαζεν. Αλλά πλησίον του, χιλιάκις αν ημάρτανε, θα ήτο &τιμία& εις τα όμματα του κόσμου. Οίμοι! καθώς η βασιλοπούλα του παραμυθιού, αν επεβάλλετο εις την διά του σαγιττεύματος θεοδικίαν, μόνον τα άκρα των δακτύλων της μιας χειρός της θα ήγγιζε το βέλος. Εις το πέλαγος, ανάμεσα εις το μεταξύ των δύο νήσων πέραμα, έπλεεν η βαρκούλα.
— Ω! να το προικιό μου! είπε. Αυταί υπήρξαν αι τελευταίαι λέξεις της. Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης. Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη &άλφα&. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής.
Η γυνή επήρε το καλάθι της εις τους οδόντας, επήδησεν αποφασιστικώς, και διέβη αισίως το φοβερόν πέραμα. Έφθασαν κατόπιν ασθμαίνοντες οι δύο νομάτοι. Ο χωροφύλαξ είδε το πέραμα κ' εστάθη. — Σου βαστά, η καρδιά σου; είπε με κρυφήν χαιρεκακίαν ο σύντροφός του. — Δεν είναι άλλος δρόμος; — Δεν είναι. — Εσύ θα τώχης περάσει πολλές φορές, είπεν ο στρατιώτης. — Εγώ, όχι! ηρνήθη ο αγροφύλαξ.
Εν τω μεταξύ η Φραγκογιννού, τρέχουσα, είχεν ανηφορίσει, και ανήρχετο υψηλότερα εις την ακτήν. Αποκαμωμένη, ήσθμαινεν, εφύσα. Επήγαινε, κ' εστέκετο επί μίαν ανεπαίσθητον στιγμήν, κ' έτεινε τα ώτα ακροωμένη. Ήθελε να βεβαιωθή αν θα διέβαινον το πέραμα οι δύο διώκται της. Αλλά δεν ήκουε τίποτε. Από την βραδύτητα αυτήν εσυμπέρανεν ότι οι δύο «νομάτοι» εδίσταζον πολύ να περάσουν το μονοπάτι.
Μια βραδιά, — είταν η παραμονή της πρωτοχρονιάς του εικοσιτέσσαρα, — να σου και φανερώνεται μπροστά τους σα νεκρός σηκωμένος από τον τάφο. Κεφάλι δεμένο, τόνα του χέρι ακκουμπησμένο σε θελειά κρεμασμένη από το λαιμό του, κι όψη, φλουρί! Τον είχε φερμένο Μοσκοννησιώτικο πέραμα. Τονε βρήκανε σε κάποια έρμη ακρογιαλιά της Ανατολής μισαπεθαμμένο.
Ο γέρο-Φόλης και οι συγγενείς της τεθνεώσης τον ελυπήθησαν, και του είχαν ναυλώσει πέραμα διά να τον στείλουν πέραν, να υπάγη να λησμονήση, να παρηγορηθή, και να μην υγραίνη καθημερινώς το χώμα του νεοσκαφούς τάφου. O Αγάλλος τους απεχαιρέτησεν, απεβιβάσθη, και εις ολίγας ώρας έφθασεν εις την γενέθλιον νήσον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν