United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλησίον της εστίας εκάθητο η Λίγεια, κρατούσα εις τας χείρας βούρλον μικρών ιχθύων προωρισμένων διά το δείπνον. Αφωσιωμένη εις το να εξαγάγη τους ιχθύς εκ του βούρλου και με την βεβαιότητα ότι θα ήτο ο Ούρσος δεν εκινήθη ποσώς. Ο Βινίκιος επλησίασε και καλέσας αυτήν έτεινε τους βραχίονας.

Τω έτεινε την χείρα ως παλαιά φίλη, εκείνος δε, ατάραχος, διηγήθη τα κατ' αυτόν, ευτράπελα, μ' ευγλωττίαν. Περί του παρελθόντος ούτε λέξεις και ότε ο νέος απήρχετο, η Αρσινόη του έθλιψεν εκ νέου την χείρα. Μετά χαράς είδεν ο Άγγελος τον Φωκίωνα. Οι δύο άνδρες ανενέωσαν τας προτέρας των σχέσεις.

Στα πενήντα αγοράζω εγώ, απήντησε μετά πυρετώδους εξάψεως ο Θοδωράκης. — Πόσα; έσπευσε να ερωτήση ψυχρώς ο μεσίτης μου. — Τριάντα . . . αν έχης, απήντησεν ο αγοραστής. — Δικά σας! προσέθηκεν ο κυρ Γιάννης, και έτεινε την χείρα του προς τον ωχρόν και πυρέσσοντα Θοδωράκην. — Τα χρήματα όμως, υπέλαβεν εκείνος, τείνων επίσης την χαρά του εις τον μεσίτην, αύριον το πρωί, διότι σήμερον εκτινάχθηκα.

Η κλίμαξ ηκούσθη τρίζουσα υπό βήματα ανδρικά. Ο Κ. Μελέτης ακολουθούμενος υπό της γραίας υπηρετρίας, κατέβαινε προς υποδεξίωσίν μας. — Καλώς ωρίσατε, καλώς ωρίσατε! Και έτεινε την φιλόξενον χείρα.

Ναι, έχω ένα, απήντησεν ο Βινίκιος. Εις τα όρη, παρά την Καριόλαν, έχω ένα άνθρωπον ασφαλή, όστις με εβάστασεν εις τους βραχίονάς του όταν ήμην παιδίον, και όστις μου είναι πάντοτε αφωσιωμένος. Ο Πετρώνιος του έτεινε τας πινακίδας. — Γράψε του να έλθη αύριον. Θα στείλω αμέσως ταχυδρόμον, είπε, και απήλθε μετά του Ναζαρίου.

Δι' αυτούς η πυρκαϊά της πόλεως εσήμαινε το τέλος της δουλείας και την ώραν της εκδικήσεως· και ενώ ο λαός ακίνητος έτεινε με απελπισίαν τους βραχίονας προς τους θεούς, εκείνοι ερρίπτοντο κατ' αυτού ληστεύοντες τους άνδρας και βιάζοντες τας θυγατέρας των πατρικίων.

Αποκάτω από το καμίνι... τρεις πιθαμαίς να μετρήσης... δεξιά κοντά εις την αγκωνή... εκεί τα έχω. Πάρε τα κ' έλα να μ' εύρης. Ο Βούγκος εις μάτην έτεινε το ους όπως αντιληφθή την στιγμήν εκείνην, και εις μάτην εβίαζε την μνήμην του τη επαύριον.

Ο Κατούνας όρθιος, με την ποδιάν κρεμαμένην εκ της οσφύος, περιέμενε, πριν ή αποκοιμηθή, να κενώσωσι τα ποτήρια οι δύο πόται, ίνα παραγγείλωσι και άλλον οίνον. Οι δύο ούτοι ηλιοκαείς άνθρωποι συνδιελέγοντο σιγά, ενώ έπινον. Ο Κατούνας ουδέ λέξιν ήκουεν. Εις μάτην έτεινε τα ώτα. Είνε αληθές ότι οι δύο ομιληταί δεν επεθύμουν προφανώς νακουσθώσι.

Της ήρχετο να κλαύση, της ήρχετο να γελάση· ούτε να πράξη τι ούτε να συλλογισθή ήτο εις θέσιν πλέον. Ησθάνετο κλονισμόν καθ' όλα αυτής τα μέλη κ' έμενεν εκεί, εντελώς άτονος, εντελώς ανήκουσα εις του αυλητού μάλλον τας ορέξεις ή εις τας ιδίας της δυνάμεις. — Πάψε πια! ήρθρωσε τέλος βαρύθυμος. Κ' έτεινε την χείρα προς το στόμα του βοσκού, διά να του αποσπάση την φλογέραν.

Να πούμε, τάχατες — η Φουλίτσα ροδοκόκκινη και ολοστρόγγυλη, έτεινε τον λαιμόν ως γέρων κύκνοςείπε μαθές, να δέσουμε παντρειές. — Ο κυρ-Δμάκης; Ηρώτησεν η Φουλίτσα περίεργος. — Ναι, μαθές! Ο κυρ-Δμάκης! — Καλός, πολύ καλός ο κυρ-Δμάκης. Σμαδγιακός ο δεκατστής. Πολύ καλός. Πώς, μαθές; Να πούμε και την αλήθεια. Επανελάμβανε ξηροκαταπίνουσα η Φουλίτσα.