Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Έτεινε την χείρα προς τον ιερέα. Είτα επήρε το τσιμπούκι του, και απήλθεν ορμητικός. Άκουσε τι σου λέει ο αφέντης σου, έλεγεν η γρηά Αρετή, η Δημητράκαινα, προς τον υιόν της, τον πρωτότοκον Αγάλλον. — Έδωκα τον λόγο μου στον παπά-Ζαχαρία, επανέλαβε πολλάκις ο κυρ Δημητράκης. — Κ' εγώ είχα ρίξει το μάτι μου στην κόρη της Γκλεξίτσας, στη Σκόπελο, επέμενεν άκαμπτος ο Αγάλλος.

Αλλ' η Λιαλιώ τον απήλλαξε του κόπου της αναζητήσεως του μέσου. Εσηκώθη, έκυψε χαριέντως, διά ταχείας χειρονομίας έβγαλε το λευκόν, πολύπτυχον κολόβιόν της, και το έτεινε προς τον Μαθιόν. — Ετοίμασε συ το κατάρτι, είπεν.

Ηπατάτο όμως, διότι ησθάνθη αίφνης φλογώδες φίλημα κατακαύσαν τα χείλη της, και βάλουσα κραυγήν εξύπνησεν. Είδε κύκλω της, αλλ' ουδέν διέκρινε, διότι σκότος βαθύ την περιεκύκλου· έτεινε το ους, αλλ' ουδέν ήκουσε, διότι σιγή βαθεία ηπλούτο περί αυτήν.

Η απόκρισις του Κυρίου προς αυτούς είνε λίαν συνεπτυγμένη παρά τω Λουκά, αλλ' έτεινε να δείξη ότι άλλο πράγμα είνε το εύσχημον ή το ευυπόληπτον του βίου, και άλλο η ειλικρίνεια της καρδίας.

Αλλά διατί ο Μάχτος ησθάνθη τόσην λύπην επί τούτω; Ούτε είξευρε διατί, ούτε είχεν υποπτεύσει πρότερον τοιούτον πράγμα, ούτε ηδύνατο να είπη ποίαν σημασίαν είχεν. Αλλ' όμως ησθάνθη σφοδρότατον άλγος, ότε το πρώτον εφαντάσθη το ενδεχόμενον τούτο. Ο Μάχτος έτεινε το ους και ηκροάσθη. Οι δύο ομιληταί έλεγον προς αλλήλους τα εξής·Και λέγεις να είνε αυτό; είπεν ο Πρωτόγυφτος.

Μεμακρυσμένη τις και ασθενής φωνή ηκούσθη άδουσα, αλλά μόλις ηκούετο. Όσον ο Βελμίννης έτεινε τα ώτα, τόσον η φωνή καθίστατο ασθενεστέρα. Με σφοδρούς παλμούς καρδίας ήρπασεν ο αλιεύς τας κώπας και ήλασε προς το μέρος οπόθεν τω εφαίνετο ερχομένη η ηχώ της φωνής. Αλλ' εις μάτην. Όσον η λέμβος επλησίαζε, τόσον το άσμα απεμακρύνετο, εωσού τελείως απεσβέσθη και εσίγησεν.

Τότε η Βεάτη εσκέφθη ότι, αφού δεν είχεν ικανοποιήσει την όρασιν, ώφειλε τουλάχιστον να ευχαριστήση την ακοήν. Πατούσα επ' άκρων των ονύχων επλησίασεν εις την θύραν, και έτεινε τα ώτα. Αλλ' ουδέν ήκουεν. Έμεινε χρόνον τινά αυτόθι. Ουδέν.

Και ήρχισε να ζητή διά των οφθαλμών εάν τουλάχιστον εις κανένα εκ των αυγουστιανών διέκρινεν αντίχειρα εστραμμένον προς την γην, ως σημείον θανάτου. Αλλ' ο Πετρώνιος έτεινε την παλάμην του υψηλά και τον παρετήρει κατάμματα με μίαν έκφρασιν αποτροπής.

Η Φραγκογιαννού είχε καθίσει να λάβη αναψυχήν πλησίον της δροσεράς πηγής, εστήριξε την κεφαλήν εις την χείρα της, εφαίνετο βυθισμένη εις λογισμούς, και συγχρόνως «αυτιάζετο», κ' έτεινε το ους, φανταζομένη κατά πάσαν στιγμήν ότι ήκουε βήματα των χωροφυλάκων. Ο πάτερ Ιωάσαφ ήλθε να γεμίση ένα σταμνίον ύδατος, και ιδών την Φραγκογιαννού την εκαλημέρισε.

Πάντες ενόησαν ότι μεταξύ των δύο εκείνων ανθρώπων κάτι συνέβαινεν, αλλ' ο γέλως διέστειλε τα χείλη των θεατών, διότι το πρόσωπον του Χίλωνος ήτο φρικτόν. θα έλεγε τις ότι αι γλώσσαι του πυρός έκαιον το ιδικόν του σώμα. Αίφνης ο Χίλων ηγέρθη, έτεινε τους βραχίονας και έκραξε με φωνήν φρικώδη και σπαρακτικήν: — Γλαύκε! εν ονόματι του Χριστού! συγχώρησέ με.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν