United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο τέταρτος τοίχος είχε καταρρεύσει προ πολλού. Καθ' όλας τας πιθανότητας, έμελλε κ' εφέτος να ξεχειμωνιάση εις το ίδιον οίκημα. Εάν η κόρη, την οποίαν είχε προικίσει, δεν εύρισκε τύχην τόσον γρήγορα να υπανδρευθή, θα είχεν η Σειραϊνώ καταφύγιον, μένουσα υπό την αυτήν στέγην με εκείνην. Αλλ' ηθέλησε να κάμη το καλόν σωστόν και την απήλλαξε της παρουσίας της.

Αφού αποδοθής εις την οικογένειαν και τους φίλους σου, απομένεις επί ικανόν ακόμη καιρόν χλωμός, πράος, γλυκύς, άκακος ως παιδίον, ευπροσήγορος, ενδιαφέρων· όλους τους αγαπάς και όλοι σε αγαπούν, χάρις εις την ευλογημένην αρρώστειαν, ήτις σε απήλλαξε πάσης περισσείας χολής και σε κατέστησε σχεδόν ανεπίδεκτον οργής, δυστροπίας και ερεθισμού.

Αλλ' η Λιαλιώ τον απήλλαξε του κόπου της αναζητήσεως του μέσου. Εσηκώθη, έκυψε χαριέντως, διά ταχείας χειρονομίας έβγαλε το λευκόν, πολύπτυχον κολόβιόν της, και το έτεινε προς τον Μαθιόν. — Ετοίμασε συ το κατάρτι, είπεν.

Να σας στείλω τον Κ. Λιάκον. Ο γέρων συνωφρυώθη. — Α! ο Κ. Λιάκος γνωρίζει την υπόθεσιν; Ο δυστυχής καθηγητής ενόησεν ότι έσφαλεν αναμίξας το όνομα του φίλου του εις την διαπραγμάτευσιν. Ητοιμάζετο να είπη τι, και αυτός όμως δεν εγνώριζε τι, αλλ' ο Κ. Μητροφάνης προλαβών τον απήλλαξε της δυσκολίας. — Καλά, είπε. Στείλατέ μου τον Κ. Λιάκον. Και χαιρετήσας εξηκολούθησε τον δρόμον του.

Απήλλαξε τον θηριομάχον, ηλευθέρωσε τον δούλον, επροστάτευσε τον αιχμάλωτον, ενοσήλευσε τον ασθενή, εστέγασε το ορφανόν· ανύψωσε την γυναίκα, περιέβαλε με ακτίνας στεφάνου την αθώαν ηλικίαν του παιδίου. Κατά τον φιλόσοφον Σενέκαν, η ευσπλαγχνία είνε ελάττωμα της ψυχής, και η πτωχεία είνε το μεγαλείτερον όνειδος. Κατά τον Χριστόν, η ελεημοσύνη είνε αρετή, και η πτωχεία είνε μακαριότης.

Άνθρωπός τις τυφλός και κωφάλαλος και δαιμονιζόμενος προσήχθη έμπροσθέν Του. Ο Ιησούς δεν ηθέλησε να τον αφήση εις την εξουσίαν του πονηρού. Διά του βλέμματος και του λόγου Του απήλλαξε τον πάσχοντα από της φρικώδους τυραννίας, τον κατεπράυνε και τον εθεράπευσεν, ώστε ο τυφλός και βωβός και έβλεπε και ελάλει.

Δόξα τω θεώ και προσκύνημα τω Κυρίω των Δυνάμεων, ότι μας απήλλαξε τέλος πάντων της φοβεράς βασάνου, ήτις ονομάζεται ενδυμασία προς χορόν, της έτι φοβερωτέρας, ήτις ονομάζεται χορός, και της φοβερωτάτης πασών, ήτις ονομάζεται αγρυπνία μέχρι πρωίας και cotillon διαρκούν τέσσαρας ώρας.

Ο μεγάθυμος βασιλεύς τον απήλλαξε τότε της απαριθμήσεως των υπολοίπων εξήκονταεννέα λόγων· ελπίζω δε ότι και η ιδική σου μεγαλοθυμία θα δειχθή τουλάχιστον ίση, αν όχι και ανωτέρα της βασιλικής. Μεγαθυμία; Ιδική σου μεγαθυμία . . . Ενθυμούμαι την τελευταίαν σου επιστολήν, και αι ελπίδες μου καταβαίνουσιν υπό το άρτιον, πολύ περισσότερον και από του ταλαιπώρου Λαυρίου τας μετοχάς.