United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα ας μας πιάσουν! ανέκραξεν ευθύμως το Λιαλιώ. Μου φαίνεται πως είνε μακρύτερα από μας. — Ω! βέβαια· πολύ μακρύτερα. Μα έχουν πολλά κουπιά. — Κ' ημείς έχομε μεγάλη δύναμι! Κ' εδιπλασίασε την ζέσιν της εις την κωπηλασίαν.

Πάντα κατευόδιο, έκραξε φαιδρώς το Λιαλιώ. Ηγέρθη, και βλέπουσα τον λευκόν τοίχον του ναΐσκου του Αγίου Νικολάου στίλβοντα εις το φως της σελήνης, έκαμε τον σταυρόν της κ' επήδησε πρώτη εις την άμμον της παραλίας, βρέξασα τας πτέρνας εις το ύδωρ. Ο Μαθιός επήδησε κατόπιν της κ' εδοκίμασε να σύρη την βάρκαν. Η σκαμπαβία δεν απείχεν ήδη ή είκοσιν οργυιάς από του όρμου.

Η Λιαλιώ εξαφνίσθη. Ο νέος εστράφη να ίδη. Αυτομάτως έπαυσε να κωπηλατή και έμεινεν αναποφάσιστος. — Γρήγορα, γρήγορα, είπε με ψίθυρον τόνον το Λιαλιώ, ως να εφοβείτο μην ακουσθή ο ήχος της φωνής της· πίσω από το Ασπρόνησο, πίσω!... Ο νέος ήρχισε ταχέως να σιάρη. Ήσαν δε ακριβώς εις την σκιάν της ακτής, αποκρυπτούσης την σελήνην. Έκαμψαν μίαν προβολήν βράχου, κ' εκρύβησαν όπισθεν του νησιδίου.

Αυτή η βαρκούλα είνε 'κεινής της γολέττας; — Ως φαίνεται. Ο νέος εξέφερε την εικασίαν μετά λύπης, προβλέπων ότι η περίστασις αύτη εξ ανάγκης θα συνέτεμνε την ονειρώδη δι' αυτόν εκδρομήν, αλλά παρ' ελπίδα η Λιαλιώ εκρότησε τας χείρας ως άτακτον παιδίον την μεγίστην ευρίσκον ηδονήν εις ότι οι άλλοι επιμένουν να του απαγορεύωσι.

Ο Μαθιός δεν επέμεινε περισσότερον, και ήρχισε ν' αναλογίζεται τα κατ' αυτήν, όσον μέρος της τύχης της και της ζωής της ήτο γνωστόν αυτώ. Διότι η νεαρά γυνή είχε σχετισθή με τους οικείους του κατά την βραχείαν διατριβήν της εν τη νήσω. Δεν ήτο η Λιαλιώ εις την πρώτην της νεότητα, καίτοι έσωζεν όλην σχεδόν την παρθενικήν δρόσον. Ουδ' ήτο νεόνυμφος εις τον μετά του κυρ-Μοναχάκη γάμον της.

Αλλ' όταν αύτη επλησίασε και δεν ανεγνώρισε πλέον τον μούτσον ή άλλον τινά του πληρώματος μεταξύ των δύο επιβατών, ήρχισε να ορύεται και να ολολύζη μανιωδώς. Ο νέος σπουδαστής ωρτσάρισεν ολίγον ανοικτά από την σκούναν, αλλ' ο σκύλος, όσον έβλεπε την βάρκαν απομακρυνομένην, τόσον μανιωδέστερον ωλόλυζε. — Τι έχει και δεν λουφάζει; ηρώτησεν ανησύχως το Λιαλιώ. — Φαίνεται ότι εγνώρισε τη βάρκα.

Έτρεφε πεποίθησιν εις την Λιαλιώ, ότι δεν ήτο ικανή, καθώς είπεν η ιδία, να προδώση την τιμήν του, αλλά και πάλιν, τις οίδε! Τις δύναται να εξιχνιάση της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας τα μυστήρια; Eγνώριζε την ασθενικήν και oνειροπόλον προδιάθεσίν της και την μεγάλην και βαθείαν νοσταλγίαν της.

Αλλ' αν τους κατεδίωκον ομού εις την ξηράν, και αύτη ενεπιστεύετο εις αυτόν και απήρχοντο ομού εις το χωρίον της, ω! τότε ο έρως του θα καθηγιάζετο επί της ξηράς και της θαλάσσης. Αίφνης, η φωνή του κυρ-Μοναχάκη, όστις εφαίνετο όρθιος, εις το φως της σελήνης, παρά την πρύμνην της σκαμπαβίας, ηκούσθη εν τη σιγή της νυκτός·Λιαλιώ! ε! Λιαλιώ!

Τώρα, είπε το Λιαλιώ, ομιλούσα τόσον απταίστως και μαθηματικώς, ως να είχε προβλέψη το πράγμα, θα περιμένουμε μισήν ώρα, και αν δεν μας υποπτευθούν να γυρίσουν προς τα εδώ να ψάξουν, καθώς αυτοί θα τραβούν κάτω στο Τραχήλι, ημείς κολλούμε πέρα στον Άι-Νικόλα, ξέρεις; Από κει ανεβαίνουμε πεζοί σε μισή ώρα, στην Πλατάνα, στο ψηλό χωριό, κι' από κει, σα φέξη ο Θεός την ημέρα, πεζοί για τρεις ώραις, στο μεγάλο το χωριό το δικό μου.

Ο νέος επροσπάθει να σύρη επί της άμμου την βάρκαν, σπεύδων να συνοδεύση την Λιαλιώ επάνω εις το χωρίον. Υπώπτευεν ότι οι άνθρωποι της σκαμπαβίας θα τους εκυνήγουν κ' επί της ξηράς, και, χωρίς να ειξεύρη διατί, ήτο ευτυχής διά τούτο.