Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Αι άλλαι γυναίκες, και η Αθηνιώ μετ' αυτών, καθ' υπερβολήν διαστέλλουσαι τους βραχίονας, έτρεξαν κατόπιν της θειά Σοφούλας. — Έναν κουβά! ένα γιουρδέλι! εκραύγαζεν έκφρων η γραία Σοφούλα. — Τα τσιγγέλια να σε τραβούν, σκύλλα! τη έκραξε με κεραυνοβόλον βλέμμα η θειά-Σοφούλα. Μου έπνιξες το παιδί.
Ο χρόνος να μη σε 'βγάλη, ο μήνας να μη σ' εύρη, πέντε να είν' αι ώραις σου. Να σαβανώσης τον άντρα σου ανήμερα τη λαμπρή και να θάψης ταις &κλήραις σου&. Κακή τρομάρα και συμφορά να σας έλθη! Από πνίξιμο να μη γλυτώσης, από σεισμό και καταποντισμό να μη σωθής. Να πέση το έρμο σου να σε πλακώση, τα σκυλιά να σε τραβούν, τα φείδια να σε φάγουν, και του χρόνου να μη σώσης, αμήν, Παναγία μου.
Καθώς τ' ακούν οι Ποντικοί τραβούν τα μαγουλά τους, Και ο τόπος αχολόγησε οχ τα σκουξίματά τους. 220 Πικροί και απαρηγόρητοι, σ' οργή περίσσια μπαίνουν· Μόνε δεν κάθουνται άπραχτοι, μηδέ καιρό προσμένουν. Ολημερής διορίζουνται πυκνοί διαλαλητάδες, Να κάμουν σύναξι λαού απ' όλαις της αράδαις.
— Τώρα, είπε το Λιαλιώ, ομιλούσα τόσον απταίστως και μαθηματικώς, ως να είχε προβλέψη το πράγμα, θα περιμένουμε μισήν ώρα, και αν δεν μας υποπτευθούν να γυρίσουν προς τα εδώ να ψάξουν, καθώς αυτοί θα τραβούν κάτω στο Τραχήλι, ημείς κολλούμε πέρα στον Άι-Νικόλα, ξέρεις; Από κει ανεβαίνουμε πεζοί σε μισή ώρα, στην Πλατάνα, στο ψηλό χωριό, κι' από κει, σα φέξη ο Θεός την ημέρα, πεζοί για τρεις ώραις, στο μεγάλο το χωριό το δικό μου.
Πλην εκείνοι ησθάνθησαν το βάρος και ήρχισαν να τραβούν. Ο Στάθης ανέπεμψεν ένθερμον, εσχάτην προσευχήν αγωνίας, εκρατήθη με τρεμούσας χείρας από το σχοινίον, και αφέθη εις το κενόν. Εταλαντεύετο σφοδρώς. Ο άνεμος είχε δυναμώσει. Εκτύπησε δύο ή τρεις φοράς την κεφαλήν, τους ώμους και τους πόδας εις τον βράχον. Όταν έφθασεν εις το ύψος του βράχου, είχε ξεπιάσει ήδη τας χείρας από το σχοινίον.
Φτάνουν έξω από τη σπηλιά, πιάνουν φιλονικεία. — Όχι εγώ θα 'μπω πρώτος. — Όχι εγώ. Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια. Πιάνονται στα χέρια. τραβούν τα στυλέτα· μακελοκόβονται. Να τι θα ειπή παλιόκοσμος! Για να εύρουν την αθανασία ηύραν όλοι τον θάνατο εμπρός στην πηγή της. Το ναυτόπουλο καθώς είδεν αυτά πηδάει στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές.
ΣΟΛ. Συ, Ανάχαρσι, θα κανονίσης καλλίτερα το πράγμα αν, όπου τα λεγόμενα σου φαίνονται δυσκολονόητα ή ότι οι λόγοι τραβούν εις πολύ μάκρος, με διακόπτης και κάνης τας παρατηρήσεις που θέλεις. Εάν όμως τα λεγόμενα δεν είνε έξω του θέματος και δεν απομακρύνωνται από τον σκοπόν μας, δεν πειράζει, μου φαίνεται, και αν είνε μακρά.
Τους ακολούθησε με το μάτι κάμποση ώρα και σαν τους είδε να τραβούν για τους τόπους των εχτρών του, τον κυρίεψε αγανάχτηση. Ο καλπασμός των αλόγων ήρθε σαν χασκογέλασμα και πλήγωσε την περηφάνεια του. Ως τόσο οι ανασκαφές προχωρούσανε στο μετόχι. Η αξίνα μέρα με την ημέρα έβγανε στο φως αξετίμωτα ηυρέματα.
ΜΕΝ. Δεν ήκουσες, Τειρεσία, την Μήδειαν του Ευριπίδου, τι λέγει, ελεεινολογούσα την τύχην των γυναικών, ότι ζουν αθλίαν ζωήν και τραβούν αφόρητους πόνους κατά τον τοκετόν; Και — αφού οι στίχοι της Μηδείας μου το ενθύμισαν — δεν μου λες εγέννησες ποτέ όταν ήσουν γυναίκα, ή στείρα και άγονος επέρασες την γυναικείαν ζωήν; ΤΕΙΡ. Διατί ερωτάς αυτό, Μένιππε;
Ο Μαθιός αφήκεν επιφώνημα θαυμασμού. — Ιδού τι είνε, επανέλαβε το Λιαλιώ. Ο μπάρμπα-Μοναχάκης, βάζω στοίχημα ενενήντα πέντε τα εκατό, είνε μέσα στη σκαμπαβία. — Λοιπόν; — Οι άλλοι που τραβούν κουπί, και για να γλυτώσουν το ξεπλάτισμα του μεγάλου ταξειδιού, και γιατί έτσι τους φαίνεται σωστότερο, θα είπαν να ψάξουν γύρω-γύρω στα νησιά, ίσως μας εύρουν πουθενά τρυπωμένους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν