Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Τώρα για αφτό να στέκουμε μάς πρέπει με τους πρώτους 315 και με τους πρώτους στη φωτιά να μπαίνουμε της μάχης, που τέτια και να πει κανείς χαλκόφραχτος Λυκιώτης Όχι! εκεί πέρα στη Λυκιά ανάξια δεν ορίζουν οι βασιλιάδες μας εμάς, και τρων παχιά θρεφτάρια ή διαλεχτό τραβούν κρασί γλυκόπιοτο, μον έχουν 320 κι' αντριά λαμπρή, τι πολεμούν μες στη σειρά των πρώτων. Μα, αδρέφι, αν είταν απ' αφτή τη μάχη να σωθούμε και να μη δούμε πια ποτές γεράματα και χάρο, τότες κι' εγώ δε θάτρεχα μπροστά να πολεμήσω μήτε κι' εσένα θάστελνα στη δοξοδότρα μάχη· 325 μα τώρα αφού μας καρτερούν κι' έτσι θανάτου τύχες χίλιες, που δε μπορεί κανείς θνητός ναν τους γλυτώσει, πάμε, ή να δώσουμε τιμή ή και στους διο μας άλλος.»
ολίγον κατόπιν λέγει, ότι ούτε να μεταπεισθή είναι δυνατόν από τον Οδυσσέα και τον Αγαμέμνονα ούτε να μείνη ολότελα εις την Τροίαν, αλλά: Στον Δία και όλους τους θεούς αύριον θυσίαν κάμνω. Τα πλοία τάχω έτοιμα, στη θάλασσα τα σέρνω, Και θα τα ιδής, αν αγαπάς και αν σ' ενδιαφέρη. Να σχίζουν τον Ελλήσποντον με τα πολλά τα ψάρια, Και να τραβούν μέσα κουπί τανδρεία παλικάρια.
Ετρόμαξα στη φωνή και τρέχω πίσω από τους ναύτες χωρίς να καταλάβω την αιτία. Τραβούν εκείνοι στις θέσεις τους· τραβώ κ' εγώ. Πηδούν στους φλόκους· κοντά κ' εγώ. Σκαρφαλώνουν στις σταύρωσες, απάνω κ' εγώ. Σε πέντε λεφτά το μπάρκο έμεινε ξυλάρμενο. Και ο καπετάνιος ορθός εμπρός στην κάμαρή του δεν έπαυε να φωνάζη και να βρίζη και να βλαστημά. Τον κυτάζω· ανάθεμα κ' εκατάλαβα τι έλεγε.
Η αμφιβολίες του, ο πόλεμος προς τον εαυτό του φαίνονται από ένα γραμματάκι, που είναι ίσως η αρχή γράμματος προς τον Γουλιέλμο, και που ευρέθηκε στα χαρτιά του χωρίς ημερομηνία: «Η παρουσία της, η τύχη της, το ενδιαφέρον της για τη δική μου τύχη τραβούν τα τελευταία δάκρυα από το αποξηραμένο μυαλό μου.
Ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν άλλες βάρκες στη θάλασσα, α — λά τα χέρια στα κουπιά, βγαίνουν έξω. Μαθαίνουν κ' εκείνοι το θαύμα, ρίχνονται όλοι στη σπηλιά· μα αντί να χωρίσουν πιάνουν τη φιλονεικία. — Όχι εγώ θα μπω πρώτος. — Όχι εγώ. Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στυλέτα· μακελοκόβονται κ' εκείνοι. Το ναυτόπουλο βλέποντας έτσι πηδάει πάλι στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές.
Κι αφού την κάμουν να στενάξη ηδονικά, να χάση τον ύπνο και να την αρπάξουν τα όνειρα κ' η συλλογή, τραβούν τον δρόμο τους για την άλλη, και απ' αυτή ύστερα για την άλλη ακόμα, σ' όλες πέρα, πέρα. Έτσι και κείνο το βράδι θα γίνουνταν μια καλή μπαντονάδα. Κι ως ότου νάρθουν τα μεσάνυχτα και πέρα ακόμα, η ώρα της γύρας, η παρέα έπρεπε να γλεντήση πολύ ακόμα μέσα στην σκοτεινή εκείνη ταβέρνα.
Άμα έγινε άφαντος ο Αθανάσιος, αυτοί δίχως μήτε της Επιτροπής το γύρισμα να προσμένουν, καταδικάζουν όπως όπως τον Αθανάσιο και τραβούν κατά τα Ιεροσόλυμα να εγκαινιάσουνε το βασιλικό ναό. Γύρισε τότες κ' η Επιτροπή από την Αλεξάντρεια. Όχι μόνο καταδικασμένο τον είχαν τον Αθανάσιο, μα και χερεμένο κήρυξαν το θρόνο της Αλεξάντρειας. Αυτού απάνω έρχεται του Κωσταντίνου το μήνυμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν