United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τους αλογάδες είχε ομπρός με τ' άλογα κι' αμάξα, και να φυλάν πισώστησε πολλή και διαλεγμένη πεζούρα, και τους αχαμνούς τους έρηξε στη μέση, που θεν δε θένε στανικώς να πολεμάν κι' εκείνοι. 300 Των αλογάδων στην αρχή τους ξήγαε να κρατάνε τ' άλογα, μες στην ταραχή μην τύχει και τους φύγουν. «Κι' ας μη ζητάει κανένας σας, απ' αξιοσύνη τάχα κι' αντριά, να πολεμάει μπροστά μονάχος απ' τους άλλους, μήτε ας κωλώνει· δύναμη θα χάνετε μονάχα. 305 Κι' όπιος μακριά απ' τ' αμάξι του κάνα άλλο αμάξι σμίξει, αφτός ας ρήχνει, τι πολύ καλύτερα συφέρνει.

Ειδέ στου Δία τους σκοπούς αντίσταση δεν έχει, έχε όση θες αντριά, επειδής πολύ είναι ανότερός μας

Μα κι' έτσι εγώ όμωςκαι πεζόςδοξάστηκα στη μέση 720 των αμαξιών, τι η Αθηνά μούδωκε αντριά και θάρρος. Κι' έχει ένα Μίνιο ποταμό, που δίπλα της Αρήνας πάει στο γιαλό· με τ' άτια εκεί προσμέναμε να φέξει, κι' άλλοι πίσω πλάκωναν, οι λόχοι των πεζώνε. Σύψυχοι την αβγή από κει με τάξη αραδιασμένοι, 725 κρατώντας τ' άρματα, ήρθαμε ως στου Ρουφιά το ρέμα.

Είπε, και σ' όλους έβαλε απόφαση και θάρρος. 500 Και σα λιοντάρια οι λόχοι εφτύς ορμούν ζωντανοφάγα 592 ίσια στα πλοία, κι' έκαναν τους ορισμούς του Δία, π' όλο τους λύσσαε, μα άρπαζε τη νίκη απ' τους Αργίτες και την αντριά τους χάβνωνε, μα πύρωνε τους Τρώες. 595 Γιατί είταν πάντα ο πόθος του οι Τρώες να νικήσουν κι' άσβυστη ο Έχτορας φωτιά θεόκαφτη να βάλει στα πλοία, κ' έτσι να γενεί της Θέτης η κατάρα. 598 Κι' αφτός σαν Άρης φρένιαζε, σα φλόγα λες ρημάχτρα 605 που σε βουνήσας λαγκαδιάς λυσσομανάει την πύκνα, κι' έχυνε αφρούς το στόμα του και σπίθιζαν τα μάτια κάτου απ' τα φρύδια τα σμιχτά, κι' ενώ πολέμαε αχούσε με φρίκη στα μηλίγγια του ζερβόδεξα το κράνος. 609 Κι' έτσι τους πέφτει όπως ορμάει σε τρεχαντήρι κύμα ανεμοθέριεφτο άρπαγο, και χάνεται το πλοίο 625 όλο μες σε νερά κι' αφρούς, και στα πανιά μουγκρίζει σκιαχτό το σιφουνόφυλλο, κι' οι νάφτες καρδιοτρέμουν, τι λεν θαν τους ρουφήξει εφτύς η μάβρη καταβόθρα. 628

Μον να δεχθούν τους Ποντικούς στα βάθη να τους ρίξουν, Και σέροντάς τους στα νερά με θρίαμβο να πνίξουν, Πρώτος ο μέγας Χουγιατάς το άρμα του ξαμόνει, Και τον αξιότερον οχτρό χτυπάει και πληγώνει· 420 Το Λαδορρούφη πώστεκε στη μπροστινήν αράδα, Στρατιότη μεγαλόκαρδον με σπάνια αντριά κι' αξιάδα, Αυτόν αγνάντια του έχοντας ματιάζει με την πρώτη, Μες το πλευρό τον πίτυχε, και του τρυπάει το σκότι.

Και πέφτει, κι' η αρματωσά βροντάει απάνωθές του. 260 Κατόπι παν τ' Ατρέα οι γιοί, Μενέλας κι' Αγαμέμνος, κατόπι οι Αίιδες οι διο, γιομάτοι αντριά και θάρρος, κατόπι ο άξιος Δομενιάς μαζί με το Μηριόνη το σύντροφό του, ισότιμο του θνητοφάγου τ' Άρη· Βρύπυγλος κατόπι, γιος καμαρωτός του Βαίμου. 265 Έννατος πήγε, λυγιστό τεντώνοντας δοξάρι, ο Τέφκρος, και σταμάτησε πισάσπιδα του Αία.

Σκότωσε αφτόν με μπαμπεσιά, όχι απ' αντριά ο Λυκούργος, σ' ένα στενό, όπου απ' τη σφαγή ο σιδερένιος όγκος δεν τόνε γλύτωσε, τι πριν προφταίνει και στη μέση κρυφά ο Λυκούργος τον τρυπάει, κι' ανάσκελα τον στρώνει· 145 έτσι του πήρε τ' άρματα που τούχε δώσει ο Άρης.

Έπεσ' ευτύς τ' ανάσκελα εκείνος λαβομένος, 425 Στον κουρνιαχτό ο ταλαίπωρος αιματοκυλημένος. Αλλά δε χάνει τη ζωή· για τότες δεν πεθνήσκει· Στους πρώτους πάλι βρίσκεται· στον τόπον απομνήσκει. Μ' αντριά μεγάλη δεύτερα, ο Τρυποφράχτης δίνει Μες του Βαλτίσιου την καρδιά του χάρου την οδύνη. 430 Τα ίσια σαν του τράβησεαστήθια τον καρφόνει· Νεκρό κουφάρι ακίνητο και κρύο τον ξαπλόνει.

Στων Ποντίκων το στράτεμα εκείνο τ' ακουσμένο Ήταν κι' έν' άξιο ασύγκριτα, παιδί καμαρομένο, 550 Του Κομματά μονάκριβο, κι αλήθια παλληκάρι, Οπού τους άλλους διάβαινε σε νιάτα και σε χάρι, Ο Ροκανούλης κράζονταν στο έντιμο όνομά του· Κι' ο ίδιος Άρης φαίνονταν οχ την πολλήν αντριά του.

Όμως εσένα τόνα σου χάρισε μονάχα ο γιος του Κρόνου ο λοξογνώμας· σούδωκε αρχή και πιο πολύ απ' όλους μας ορίζεις, όμως αντριά δε σούδωκε πούχει την πρώτη αξία.