Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Αυτού τότ' εκαθόμασθεν, ολήμερά ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας. και ο ήλιος άμ' εβύθισε, κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, ν' αναπαυθούμ' επέσαμετην άκρα της θαλάσσης, εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, 560 και τότε των συντρόφων μου παράγγειλατα πλοία νάμπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν κείνοι εμπήκαν, εις ταις σανίδαις κάθισαν με τάξι αραδιασμένοι, και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν. θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο 565 πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι.

το δώμα τον χοιροβοσκόν, όπ' έμπαιν', είδε ο θείος Τηλέμαχος, και του 'νευσε σιμά του να καθίση. κύτταξε αυτός ολόγυρα και άδεια καθήκλα πήρε, 330 του μοιραστή, 'που εμοίραζε το πλήθος των κρεάτων εις τους μνηστήραις, 'πώτρωγαντο δώμ' αραδιασμένοι• την έφερετην τράπεζα σιμά του Τηλεμάχου, αντίκρυ του, κ' εκάθισε• και ο κήρυκας εμπρός του μερίδα του παράθεσε και άρτον απ' το καλάθι. 335

Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζε, εβυθίσθη• 570 κ' εγώτα πλοία κίνησα με τους καλούς συντρόφους, και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. και αφούτο πλοίο φθάσαμε, 'ς την άκρη της θαλάσσης, τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρτ' ήλθε νύκτα•το περιγιάλι πέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 575 και με την ροδοδάκτυλην Ηώ, του όρθρου κόρη, πρώτατην θεία θάλασσα σύραμε τα καράβια, και τα κατάρτια στήσαμε, κ' επάνω τα πανία, και εις τα σανίδια κάθισαν εκείνοι αραδιασμένοι, και το λευκό το πέλαγο με τα κουπιά κτυπούσαν• 580 καιτο διοκαταίβατο του Αιγύπτου το ποτάμι άραξα οπίσω, κ' έκαμα εκατόμβαις, και αφού τέλος των αθανάτων έπαυσα την όργητα, έναν τάφο σήκωσα του Αγαμέμνονα, να μείνη άσβυστ' η φήμη. και τούτ' αφού τελείωσα πρύμον ευθύς μου στείλαν 585 οι αθάνατοι, και μ' έφεραντην ποθητή πατρίδα. αλλ' άκουσέ με, θέλησετο σπίτι μου να μείνης, ως 'που να φέξ' η ενδέκατη, ή δωδεκάτ' ημέρα• και ως πρέπει εγώ σε προβοδώ τότε, και θα σου δώσω δώρα λαμπρά, τρί' άλογα, και στιλβωτόν αμάξι, 590 ποτήρι ακόμη ένα εύμορφο, μ' εκείνο να σπονδίζης προς τους θεούς, και ολοζωής εμέ συ να θυμάσαι».

Μερικοί φαντάροι που αργοπόρησαν κάτω στην πόλη, έτρεχαν ένας πίσω απ' τον άλλο βιαστικοί, λαχανιασμένοι στον ανήφορο, υπάκοοι στη βροντερή φωνή της σάλπιγγας· να μην τους βγάλουν απόν και φάνε καμιά οχτάρα. Κάτω στη μεγάλη πύλη του κάστρου, στους στρατώνες μπροστά, ήταν αραδιασμένοι στη γραμμή οι πλειότεροι άντρες της φρουράς.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν