Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Όλος ο κόσμος κοιμάται τον γλυκύν της ευτυχίας ύπνον με τα δώρα του και με την χαράν του, ενώ ως εξαπτέρυγα καλλίμορφα Σεραφείμ, τα όνειρα του μέλλοντος ελαφρώς πτερυγίζουσι, βαυκαλίζοντα τον ύπνον τον γλυκύν της κοιμωμένης ευδαιμονίας, ήτις όσον πρόσκαιρος και αν είνε, όσον φθαρτή και αν πιστεύεται, όμως είνε τόσον ποθητή και αξιέραστος, ως να είνε παιδίον όλος ο κόσμος και δεν γνωρίζει, ότι το εκλεκτόν δώρον του, όπερ μετά τόσου κόπου εδιάλεξεν, είνε ξύλινον ιππάριον, ή εκ ψευδούς ελαστικού ψευδοκόρη, ήτις μετά τινας θωπείας θα θραυσθή και θα διαλυθή εις τα εξ ων συνετέθη . . .
Ειδέ ας τραβάνε, κι' αφτοί κι' οι στόλοι τους μαζί, στην ποθητή πατρίδα· τι εμείς, εγώ κι' ο Στένελος, δεν πάβουμε ως να βρούμε άκρη της Τριάς· γιατί θεός μας έχει εδώ φερμένους.» Είπε, και ζητωκραύγασαν με μια φωνή οι Αργίτες, 50 τι με καμάρι τ' άκουσαν τα λόγια του Διομήδη.
Μα αφού των Τρώων έπεσαν όσοι εκλεχτοί είταν όλοι, πολλοί κι' Αργίτες χάθηκαν — ή και σωθήκανε άλλοι — κι' έπεσε χρόνο δέκατο το κάστρο του Πριάμου 15 και για την ποθητή ο στρατός τα πρύμισε πατρίδα, τότες πια ο Φοίβος βάρθηκε κι' ο Ποσειδός να σείσουν το καστροτείχι, μπάζοντας τα δυνατά ποτάμια όλα όσα τρέχουν στο γιαλό οχ τα βουνά της Ίδας, το Ρήσο τον Εφτάπορο τον Κάρησο το Ρόδη 20 το Γρανικό τον Αίσηπο το θεϊκό Σιμόη το Σκάμαντρο, που εκεί πολλές μες στα νερά του ασπίδες και κράνα πέσανε κι' αντρών μισόθεων βλαστάρια· όλων αφτών τα στόματα γύρισε αντάμα ο Φοίβος, κι' έστελνε απάνου στο τειχί μέρες εννιά το κύμα 25 — κι' όλο κι' ο Δίας έβρεχε — ζητώντας χέρι χέρι να θαλασσώσει τα τειχιά.
Μα ο γερο-Φοίνικας εκεί κοιμήθηκε, όπως τούπε, 690 κι' έτσι θα πάει κι' αφτός μαζί στην ποθητή πατρίδα άβριο, αν το θέλει· στανικά δε θέλει ναν τον πάρει.» Έτσι είπε, κι' όλοι απόμειναν σαν αποσβολωμένοι, δίχως να κραίνουν· τι πολύ σφιχτά τους τόπε τ' όχι.
Και προς αυτόν απάντησεν ο θείος χοιροτρόφος• «Ξένε, θα μ' έχουν ένδοξον πολύ κ' επαινεμμένον και τώρα και μετέπειτα τα γένη των ανθρώπων, αν, αφού 'ς την καλύβα μου σ' έχω φιλοξενήσει, μ' άπονο χέρι εθέριζα την ποθητή ζωή σου. 405 με ποια καρδιά θα πρόσφερνα κατόπι ευχαίς του Δία! αλλά του δείπνου είναι καιρός• οι σύντροφοι να εμπαίναν γλήγορα, ο δείπνος ο καλός να γείνη 'ς την καλύβα».
Κι' αποφασίζει μιαν αυγή ν' αφήκη τέτοιους τόπους, Να πάη να ζήση, ως άλλοτε, μαζή με τους ανθρώπους. Οχ το πουρνό λοιπόν αυτή σε σταυροδρόμι βγαίνει, Στον κόσμο φανερόνεται, στον κόσμο πάλι μπαίνει. Μόν εβουλήθη ολόγυμνη τα κάλλη κι' ωμορφιά της, Να δείξη δίχως σκέπασμα, ως ήταν μάθημά της. Θαρρούσε ακόμα σώζωνταν καθώς και πρώτα ωραία· Ωσάν και πρώτα ποθητή και ζηλεμένη νέα.
Δεν θέλω ούτε αγάπην, ούτε συμπάθειαν· θέλω να διέλθω άγνωστος και απαρατήρητος εν τω μέσω των ανθρώπων, υποφέρων εν κρυπτώ το βάρος της συμφοράς μου, μέχρις ου έλθη η ποθητή ώρα της απολυτρώσεως, — της αναπαύσεως. Επεθύμουν να γνωρίσω τον Γερμανόν, να τον ερωτήσω περί των γενομένων ερευνών και προόδων εις την χρήσιν των αναισθητικών, να εξακριβώσω την ατίαν του θανάτου της.
Στοχασθήτε ποίας λογής εστάθη η αντράλωσίς μου οπόταν είδα, ότι εκείνη ήτον η ποθητή μου Γαντζάδα· μεγάλε Προφήτα, τότε είπα ανάμεσόν μου πρέπει να πιστεύσω μίαν τοιαύτην θεωρίαν; ημπορώ τάχατες να αμφιβάλλω; είνε αληθώς αυτή η Γαντζάδα που με τόσην ευχαρίστησιν τρέχει να αποθάνη; αχ και είνε αδύνατον να το πιστεύσω.
Θαρρούσε ακόμα σώζωνταν καθώς και πρώτα ωραία· Ωσάν και πρώτα ποθητή και ζηλεμένη νέα. Τα νιάτα ογλήγορα απερνάν τα γηρατιά πλακόνουν, Και τούτα μον εφάνηκαν η χάρες τελειόνουν. 50 Κάλοι, αχαμνοί, που διάβαιναν, οχ το λαό κοντά της, Μηδέ επεριεργάζονταν καθόλου τη θωριά της· Κανείς δεν καταδέχονταν μηδέ να τη ρωτήση, Μον βιαστικά το δρόμο του τηρούσε ν' ακλουθήση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν