United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είταν αυτός στον καιρό του Βασιλίσκου αγαπητικός της θειας του της Ζηνωνίδας, της γυναίκας του Βασιλίσκου. Είπανε μάλιστα πως ο ίδιος ο Βασιλίσκος τους άφινε και περνούσαν αντάμα τις ώρες τους, ώσπου αγαπήθηκαν τόσο, που μήτε στον κόσμο μπροστά δεν μπορούσαν πια να βασταχτούνε παρά κάμνανε «μάτια» ανάμεσα τους.

Κάνοντας αυτήν την απόφασιν, εκράτησε τον βεζύρην του μόνον, και τους άλλους τους απέλυσεν. Εκάθησαν λοιπόν αντάμα επάνω εις τα χόρτα, και είχαν την κουβέντα της ελάφου έως το βράδυ.

Κι' είναι δίχως καταφύγι Της φυλής μας το κυνήγι. Τοσοπού παντού διογμένοι 865 Λογιαστά πολεμημένοι, Η καρδιά μας πάντα δαίρει Και κρυμμένοι μες τη φτέρι, Διο αντάμα δεν κοτούμε Πουθενά να ευρεθούμε. 870 Κάθε χτύπος μας τρομάζει· Ως κι' ο ίσκιος μας πειράζει· Και τα μάτια, αν κοιμηθούμε Οχ το φόβο δε σφαλνούμε. Έναν θάνατο χρωστούμε· 875 Μια φορά καν ας χαθούμε.

Κι' όλες η γυναίκες της Ηπείρου φοράν μαύρα. Τ' Αργυρόκαστρου μοναχά και του Δελβιναμιού η γυναίκες, παντού ξεχωρίζουν για την ασπράδα της φορεσιάς και την ασπράδα της ώμορφης όψης των αντάμα.

Και το δείπνο εκείνο με την ξεχωριστή καλογερική μαγειρική, το κερασένιο σουτλό κρασί, που το μέραζαν μπουκάλες μπουκάλες, με τους παχιούς εκείνους ρασοφόρους, με τον πολυλογά αστυνόμο, μέσα στην παράξενη εκείνη τραπεζαρία, ανάμεσα στους άγριους εκείνους βράχους με την αγιασμένη σπηλιά της Μονής, με την ευτυχισμένη ερημιά και τη ζωή αντάμα ενός βουνήσιου ξενοδοχείου, μόδιναν μια παράξενη κι ασυνήθιστη εντύπωση εκείνη τη νύχτα.

Ένα σπίτι, ολίγο πράμμα, Και μ' αυτά το αμπέλι αντάμα. Το αμπέλι είν' αρκετό, Επειδής κι' εμείς μ' αυτό Επορέψαμαν ως τώρα, Οι καλήτεροι στη χώρα.

Κρατιέται απ' το μαντήλι του, μαγεύεται, λιγώνει, Του ρίχνει ολόγλυκειαις ματιαίς κι' από κρυφά του λέει: — Πίσω απ' τον ήλιο, Μήτρο, ας πάη της μάνας μου το τάμμα, Ας ζήση αυτή μονάχη της, κ' εγώ με σέν' αντάμα.

Μα αφού των Τρώων έπεσαν όσοι εκλεχτοί είταν όλοι, πολλοί κι' Αργίτες χάθηκαν — ή και σωθήκανε άλλοικι' έπεσε χρόνο δέκατο το κάστρο του Πριάμου 15 και για την ποθητή ο στρατός τα πρύμισε πατρίδα, τότες πια ο Φοίβος βάρθηκε κι' ο Ποσειδός να σείσουν το καστροτείχι, μπάζοντας τα δυνατά ποτάμια όλα όσα τρέχουν στο γιαλό οχ τα βουνά της Ίδας, το Ρήσο τον Εφτάπορο τον Κάρησο το Ρόδη 20 το Γρανικό τον Αίσηπο το θεϊκό Σιμόη το Σκάμαντρο, που εκεί πολλές μες στα νερά του ασπίδες και κράνα πέσανε κι' αντρών μισόθεων βλαστάρια· όλων αφτών τα στόματα γύρισε αντάμα ο Φοίβος, κι' έστελνε απάνου στο τειχί μέρες εννιά το κύμα 25κι' όλο κι' ο Δίας έβρεχεζητώντας χέρι χέρι να θαλασσώσει τα τειχιά.

Έτσι είπε του Πηλέα ο γιος, και πάει και του απιθώνει στα χέρια το φλουρί, κι' αφτός χαρούμενος το πήρε. Κατόπι βάζει μια χοντρή ατογιομάτη σφαίρα, 826 που πριν την έρηχνε ο Αητιός, αφέντης αντριωμένος· μα σαν τον έσφαξε ο γοργός γιος του Πηλιά, την πήρε κι' εκεί την έφερε έπειτα με τ' άλλο πράμα αντάμα.

Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' εφόρεσεν ο Οδυσσηάς χιτώνα και χλαμύδα• μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη 230 χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθηκε ζωνάρι χρυσόν, ωραίο, κ' έβαλετην κεφαλή καλύπτρη. να προβοδά τότ' άρχισε τον θείον Οδυσσέα. αξίναν του 'δωκε τρανήν, αρμόδιατην παλάμη, χάλκινη, κ' ήταν δίστομη• και μέσ' είχ' εμπηγμένο 235 σφικτά στελειάρι ελάινον εύμορφο, και σκερπάνι του 'δωκε ακόμη ακονιστό• κ' εκίνησεν εμπρός του προς κάποιαν άκρη του νησιού, οπού 'χε υψηλά δένδρα, κλήθρη και λεύκα κ' έλατο, 'που τον αιθέρα εγγίζει, από καιρούς κατάξερα, ώστ' ελαφρά να πλέουν. 240 και αφού τον τόπο του 'δειξεν, οπού 'χε υψηλά δένδρα, η Καλυψώτο δώμα της η αθάνατη επανήλθε• τα ξύλα εκείνος έκοβε, καιτο έργον επροχώρει• όλα όλα είκοσιν έρριξε, πελεκητά τα επήρε• με τέχνη τα εσκερπάνισε, κ' ίσιασε αυτάτην στάφνη. 245 ωστόσο η θεία Καλυψώ του 'φερε τα τρυπάνια, και άμ' όλ' αυτός τρυπάνισε και τ' άρμοσ' όλ' αντάμα, με ξυλοκάρφια την πλωτή και αρμούς σφυροκοπούσε. και όσο πλατειά την πατωσιά για φορτηγό καράβι άξιος μορφόνει ξυλουργός, τόσο και της πλωτής του 250 κείνος το πλάτος έκαμε• κ' έστησε ταις σανίδαις ορθαίς, και, με στραβόξυλα πυκνά δένοντας όλα, έπλαθεν• ετελείωσε με μακρυνά δοκάρια. κατάρτι έπλασεν έπειτα, και αντένα, οπού ταιριάζει• πηδάλι ακόμη εμόρφωσε, μ' αυτό να κυβερνάη• 255 και με κλαδιά της λυγαριάς την έφραξε όλη πέρα, του κύματος προφυλακή, και μέσα εσώρευσ' ύλη. κ' έφερε υφάσματα η θεά, να γίνουν τα πανία, και αυτός εφιλοτέχνησε κ' εκείνα• και κατόπι απλαίςεκείνην έδεσε, σκόταις και παλαμάρια, 260 και με λοστούς την έσυρετην θάλασσα την θεία.