United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο πατέρας μου τον καιρόν που ευρίσκονταν εδώ εις την Σαμαρκάντα, ήτον κονεμένος εις τον οίκον ετούτον του πενθερού μου Μουζαφέρ, που από πολύν καιρόν τον εγνώριζεν. Αυτοί όντας αντάμα εσυμφώνησαν ανάμεσόν τους ετούτην την υπανδρειάν· και ο πατέρας μου ξαναγυρίζοντας εις την Καρακοράμ με έστειλεν εδώ με πολλήν συντροφιάν εδικών μου δούλων.

Κι' οι φημισμένοι κράχτες τα βάλανε όλα των θεών τα ορκιστήρια αντάμα, και το κρασί ανακάτωσαν μες στο λαμπρό κροντήρι, κι' έχυσαν να χεροπλυθούν νερό των βασιλιάδων. 270 Και σέρνοντας τ' Ατρέα ο γιος την κάμα πούχε πάντα κοντά στης σπάθας το μακρύ φηκάρι κρεμασμένη, τρίχες αρχίζει απ' των αρνιών να κόβει τα κεφάλια.

Και ο Περιμήδης τα σφακτά και ο Ευρύλοχος βαστούσαν• και απ' το πλευρό μου έσυρα το ακόνητό μου ξίφος, λάκκο μιαν πήχην έσκαψα του μάκρου και του πλάτου, 25 κ' έχυσα γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων. και ως έβαλα μελίκρατο, κρασί γλυκό, και τρίτα νερό, και τα πασπάλισα με λευκ' αλεύρι επάνω, ταις άδειαις κάραις των νεκρών θερμά παρακαλώντας, να σφάξω ετάχθηκα εκλεκτήν και στείραν αγελάδα, 30 ως φθάσω εις την Ιθάκη μου, και μιαν πυρά να κάψω πολύδωρην, και χωριστόν αρνί του Τειρεσία να θυσιάσω, ολόμαυρο, του κοπαδιού το πρώτο. και αφού με τάμματα, μ' ευχαίς θερμαίς, τους πεθαμένους ξιλέωσα, πήρα τ' αρνιά και τα 'σφαξατον λάκκο, 35 κ' έρρεε το αίμα ολόμαυρο• και ιδές, εσυναζόνταν των πεθαμένων η αμυχαίς του ερέβους απ' τα βάθη, νέαις και νέοι, γέροντες πολύπαθοι μ' εκείνους, και ομού παρθέναις τρυφεραίς με νεόλυπην καρδία, και άνδρες πολλοί, 'που τρύπησαν η χαλκοφόραις λόγχαις 40την μάχη, κ' είχαν τ' άρματατο αίμ' όλο βαμμένα. εδώθ' εκείθεν άπειροιτον λάκκο γύρω ερχόνταν μ' αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος, τότ' είπα των συντρόφων μου να γδάρουν και να κάψουν τ' αρνιά, ριμμένα ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, 45 κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών να ειπούν, εις τον ανδρείον τον Άδη καιτην άσπονδην αντάμα Περσεφόνη, και το σπαθί μου εγύμνωσα και δεν εσυγχωρούσα ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουντο αίμα, πριν ερωτηθώ τον μάντη Τειρεσία. 50

Κι' ώρα την ώρα με καρδιά καταλαχταρισμένη Τον καπετάνιο καρτερώ τόσαις βραδειαίς κι' αυγούλαις, Πότε να τον ιδώ γερός ν' αφήση τα λημέρια, Ναρθή 'ςτό σπίτι μια φορά, να κοιμηθούμε αντάμα! Ανάμεσα τρεις ποταμιαίς και πέντε κορφοβούνια Πύργος διπλοθεμέλειωτος και μαρμαροχτισμένος, Και μέσα κόρη κάθεται με δεκαπέντε σκλάβους, Κι' όλο αρμαθιάζει το φλουριά και τα μαργαριτάρια.

Εκεί πού τούβανε τη φωτιά, τον ρωτάει ο στρατηγός, αδιάφορα, με ποιον έκαμε ως τώρα και πού πολέμησε. — Με τον Καραϊσκάκη, Καπετάνε, απαντάει ο στρατιώτης. Ήμνα κοντά τ' απ' τον καρό τ' Λεπενιώτη. Πολεμήσαμε πολλές βολές αντάμα. Να τα σημάδια . . . — Καλά, καλά, άιντε τώρα. Αφού βγήκε ο στρατιώτης, γυρίζει ο Ίσκος και του λέει του Ράγκου·Γράφε, Ράγκο! Ύστερα ο Ίσκος κράζει άλλον στρατιώτη·

Αφτός εκεί είναι ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος, δίκιος αντάμα βασιλιάς κι' ακοντιστής παράξιος· κουνιάδο εγώ η κακόσουρτη έναν καιρό τον είχα180 Είπε, κι' ο γέρος τον τηράει με θιαμασμό και κράζει «Ω καλομοίρη ζηλεφτέ πλουτόθρεφτε Αγαμέμνο, πόσους αλήθια Δαναούς ορίζει η δύναμή σου!