United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού επέρασεν ένας χρόνος που έκαμα το έργον του ξυλά, μίαν ημέραν περπατώντας μέσα εις τα βάθη του δάσους βλέπω μίαν κρικέλαν σιδηράν κατά γης εις τα φύλλα των δένδρων, και σκύπτοντας να την πάρω βλέπω πόρταν σιδερένιαν σκεπασμένην με φύλλα· ευθύς εσήκωσα την θύραν, και ιδού βλέπω μίαν σκάλαν· και κατεβαίνοντας έως κάτω ευρίσκω ένα παλάτι φωτεινόν και μεγαλοπρεπές, οικοδομημένον με λευκότατον μάρμαρον.

Αν μ' άνθη ο Απρίλης πια δε σε στολίζει, φουντώνει η φυλλωσιά σου δροσερή και τα βάθη σου ολόημερα γεμίζει πουλιών τραγούδι, μελισσιού βοή. Το ποτάμι μπροστά σου τρέχει λάλο, τ' ακρόκλωνα που γέρνεις σου φιλά, καταμόναχο χαίρεσαι, μεγάλο, τριγύρω σου της μέρας τη χαρά.

Είχον ήδη προ ημερών αρχίσει να συσσωρεύωνται περί την Σμύρνην σμήνη άτακτα αγρίων οπλοφόρων, τους οποίους η δίψα του αίματος και της λεηλασίας είλκυεν από τα βάθη της Ανατολής. Ο πασάς εφαίνετο εισέτι κηδόμενος της ασφαλείας των κατοίκων και εκράτει εκτός της πόλεως τα θηρία, εκείνα. Αλλ' η γειτνίασίς των εξήπτε και ηρέθιζε τους εγχωρίους Τούρκους.

Ξάφνω το δάσος γέλασε και μ' άνθη έχει γεμίσει· ήταν μονάχα μιαν αυγή που λάλησαν τ' αηδόνια κι έχει μονάχα μιαν αυγή το κύμα αργοφλοισβίσει· και είναι οι χαρές που ζήσανε μια αυγή που ζουν αιώνια, και είναι οι χαρές που πάντα ζουν στου πόνου μας τα βάθη και είναι οι χαρέςάχ το άφαντο πανί μακριά που εχάθη! Έλαμψε κι είχε πύργος γίνει έξαφνα το άχαρο ρημάδι.

Η καθαρά μεν, αλλά περιωρισμένη, αντίληψίς του, αν και μη ικανή να εισχωρήση εις τα βάθη της ψυχής του Αμλέτου, όμως δεν δύναται να αμφιβάλη ότι ο εσωτερικός εκείνος αγών προέρχεται από ευγενές αίσθημα και από μεγάλην πνευματικήν υπεροχήν.

Εβραχώθησαν, καθώς βραχώνεται η μεγάλη χονδρή απετονιά με το μέγα άγκιστρον και με το γενναίον δόλωμα εις το θαλάμι, κάτω εις τον πυθμένα εις τα ανεξερεύνητα βάθη, ανάμεσα εις βράχους ριζωμένους και εις φύκη και όστρακα.

Κοκκίνισε φευγαλέα το μέτωπό της∙ σαν μια φλόγα που λάμπει για μια στιγμή μονάχα κι έπειτα σβήνει μακριά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, ανέβηκε από τα βάθη της συνείδησής της η βεβαιότητα ότι κι αυτή θα έκανε, λίγα λεπτά πριν, οποιαδήποτε τρέλα για τον Τζατσίντο. Έπειτα σιωπή, σκοτάδι.

Φέρνει απ τα νέφη τ' απαλά, τα δειλινά, τα βράδια τη λύπη την κρυφή, θλιμμένα κάποια εγγίζοντας ευγενικά ρημάδια ευγενικό λαλεί. Κλαίει ότι χάθηκε καλό κι ότι όμορφο έχει σβήσει, και τα χρυσά φτερά τινάζουν ότι δεν μπορεί μήτε η πνοή να γγίση γλυκά και αρμονικά. Περνά αποκεί που δεν περνά το πιο ψιλό το αέρι κι όπου ούτε της αυγής το στάλαγμα δεν κάθεται· ν' απαλοτρέμη ξέρει στα βάθη της ψυχής.

Καθηγητής αυτός, όστις θα εχρησίμευεν ως δύτης του εθνικού μας βίου, ως αλιεύς μαργαριτών διά να βγάλη έξω με χρώματα, με άνθη, με δροσιά, με κύματα, με νέφη, με ήλιον, του εθνικού μας βίου τας αρετάς, τα ήθη, την γλύκα, τους τύπους, τας εικόνας, τα σπλάγχνα, τα βάθη. Ουδέν παρθενικώτερον, ουδέν λευκότερον της φιλολογικής δυνάμεως του κ. Μωραϊτίδου.

Στα βάθη της ψυχής της φώλιαζε μια λατρεία προς το τέλειο, που δεν μπορούσε να υποφέρη τη ζωή, γιατί νόμιζε πως έστεκε σε βαθμίδα ψηλότερη από αυτή.