United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε φοβούμενος να εμβαπτίση την χείρα του εκεί εις τα θολά, όπου άγνωστον αν δεν συναντήση τα ανοικτά στόματα του οστράκου, σκληρά ως λαβίδα σιδηράν, δεν δύναται να συλλάβη καρκίνους.

Λέγω προς αυτόν: — Θα πράξης και συ το αυτό με τον ανόητον εκείνον; Αλλ' ιδέ ακόμη δεν συνέλαβε τον διωκόμενον άρτον του. Άλλως τε συ δεν βλέπω να έχης και δευτέραν εις την διάθεσίν σου μηχανήν. Ουδέ με ήκουσε καν· ετοποθέτησε μόνον τον άρτον εντός της μηχανής και αφήκεν αυτήν ελευθέραν εις την οδόν την σιδηράν.

Εις την υψηλοτέραν των βαθμίδων, η οποία κατέβαινε προς τον νεκρικόν θάλαμον, ευρίσκετο ένα πλατύ κομμάτι από φέρετρον, με το οποίον, φαίνεται, ήθελε να προκαλέση την προσοχήν με επανειλημμένα κτυπήματα εις την σιδηράν θύραν.

Αφήρεσε και το βαμβάκιον, με το οποίον είχε περιβάλει τας παρειάς και την σιαγόνα του παιδίου, διά να κάμη άσπρα γένεια. Έλαβε την «μασσάν», την σιδηράν λαβίδα από την εστίαν, και την έβαλε μέσα εις την σκάφην διά να γίνη το παιδίον σιδεροκέφαλον.

Αφού επέρασεν ένας χρόνος που έκαμα το έργον του ξυλά, μίαν ημέραν περπατώντας μέσα εις τα βάθη του δάσους βλέπω μίαν κρικέλαν σιδηράν κατά γης εις τα φύλλα των δένδρων, και σκύπτοντας να την πάρω βλέπω πόρταν σιδερένιαν σκεπασμένην με φύλλα· ευθύς εσήκωσα την θύραν, και ιδού βλέπω μίαν σκάλαν· και κατεβαίνοντας έως κάτω ευρίσκω ένα παλάτι φωτεινόν και μεγαλοπρεπές, οικοδομημένον με λευκότατον μάρμαρον.

Ποίαν χείρα όμως έχει ο αγριόχοιρος, ή ποίαν σιδηράν αιχμήν την οποίαν να φοβηθής; Εάν σοι ανήγγελλεν ότι θα εφονευόμην υπό των οδόντων του ή άλλου τινός ομοίου πράγματος, ευλόγως θα έκαμνες ό,τι κάμνεις· αλλά σε είπεν υπό αιχμής, και ημείς δεν θα πολεμήσωμεν με ανθρώπους· άφες με λοιπόν να υπάγω

Ήθελα να λάβη εκείνος την σιδηράν, διότι εφοβούμην μη αι σανίδες της άλλης χορεύουσαι την νύχτα επάνω εις τα τρίποδά των δώσουν νέαν αφορμήν ταραχής εις τα αρκούντως ήδη ταραγμένα νεύρα του.

Δεν εσυμβούλευε κανένα να εκτεθή εις τους γρόνθους του, έστω και αν έφερε σιδηράν περικεφαλαίαν! Άλλως έν κανονικόν γρονθοκόπημα . . θα συνέτριβε την κεφαλήν, την οποίαν η περικεφαλαία θα εκάλυπτεν. Η Λίγεια ύψωσε τον δάκτυλον και μετ' αξιοπρεπείας αυστηράς και παιδικής: — Ούρσε! «Ου φονεύσης», είπεν.

Διά των απαντήσεων τούτων εσώθη η γραία από τας παρακλητικάς απειλάς του δημάρχου. Από δε του μηχανικού εσώθη, ισταμένη εις την θύραν, με μίαν σιδηράν ράβδον, και απειλούσα να θραύση την χείρα παντός, όστις θα ήθελε να χαράξη μαύρον σταυρόν επί του οίκου της.

Και την περιφρονητικήν ταύτην ιδέαν εσχημάτισαν, υποθέτω, διότι οι κατάσκοποι των ανήγγελλον αλλόκοτα περί του στρατεύματος αυτού, ως λόγου χάριν ότι η φάλαγξ και οι λόχοι αυτού απετελούντο από γυναίκας παράφρονας και μαινομένας, στεφανωμένας με κισσόν, ενδεδυμένας με δέρματα νεαρών ελάφων και ωπλισμένας με μικρά δόρατα χωρίς σιδηράν αιχμήν, από κισσόν κατεσκευασμένα και αυτά, και μικράς ασπίδας ελαφράς αι οποίαι εβόμβουν και μόνον αν τας έψαυε κανείς, — διότι ως ασπίδας εξελάμβανον τα τύμπανα. — Ηκολούθουν δε μόνον ολίγοι νέοι αγροίκοι και γυμνοί, οίτινες εχόρευον κόρδακα και είχον ουράς και κέρατα όπως τα μικρά ερίφια.