United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τούτο καταφαίνεται και εις τα διηγήματά του. Βλ. ιδίως τα «Εφήμερα». Μεταξύ των άλλων άμαξα ανατρέψασα αυτόν συνέτριψε την σιαγόνα του· ο προσκληθείς ιατρός την συνεκόλλησε κατά τρόπον τόσον ανεπιτήδειον, ώστε ο Αρεταίος επανελθών εν τω μεταξύ εκ του θερινού του ταξειδίου ηναγκάσθη να την θραύση εκ νέου ίνα την συγκολλήση όπως έπρεπε.

Και ο καπετάν Κωνσταντής την στιγμήν εκείνην ήτοιμάζετο αληθώς να διατάξη «να τα γυρίσουν». Πλην υπείκων εις την ανεξήγητον ιδιοτροπίαν του εθεώρησε καλλίτερον να θραύση το βρίκιόν του, αφού τω εγένετο παρατήρησις παρά να φανή ότι δεν γνωρίζει την ναυτικήν.

Βέβαια ο Μάχτος είνε, διενοήθη η Αϊμά, μεμφομένης εαυτήν επί τη δυσπιστία της. Ο ψευδής Μάχτος κατέβαλε τελευταίον αγώνα, όπως θραύση το σιδηρούν εκείνο εμπόδιον, και τέλος απηλπίσθη. — Τώρα, έλεγε καθ' εαυτόν, μία μόνη ελπίς μένει, να εξυπνίσω τον θυρωρόν, να τον απειλήσω, να τον βιάσω να μου ανοίξη την μεγάλην πύλην. Αλλ' ω! Τούτο είνε δύσκολον.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Άφες με να ομιλήσω και να υβρίσω τόσον, ώστε η επίβουλος οικοδέσποινα τύχη, παροργιζομένη εκ των ύβρεών μου, να θραύση τον τροχόν της. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μίαν λέξιν, φιλτάτη βασίλισσα. Ζήτησε παρά του Καίσαρος την τιμήν και την ασφάλειάν σου. — Ω! ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι δύο πράγματα ασυμβίβαστα. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Άκουσε, αγαπητή μου. Εκ των περί τον Καίσαρα, εμπιστεύθητι μόνον εις τον Προκλήιον.

Διά των απαντήσεων τούτων εσώθη η γραία από τας παρακλητικάς απειλάς του δημάρχου. Από δε του μηχανικού εσώθη, ισταμένη εις την θύραν, με μίαν σιδηράν ράβδον, και απειλούσα να θραύση την χείρα παντός, όστις θα ήθελε να χαράξη μαύρον σταυρόν επί του οίκου της.

Κιαν τη μέρα δε σκότωνα τίποτα, τη νύκτα στα όνειρα μου έκανα θραύση. Καμμιά φορά μάλιστα ονειρευόμουν πως τουφέκιζα θηρία που γνώριζα μόνο από τη φυσική ιστορία ή από τα παραμύθια. Οι βοσκοί έκαναν ευχάριστη συντροφιά αν κήσαν απλοϊκοί διάπυροι του κόσμου. Είνε ζήτημα αν τρεις φορές το χρόνο πήγαιναν στο χωριό και κανείς των ίσως δεν είχε πάει στην πόλη.

Η καπετάνισσα κατ' αρχάς, ακούουσα ταύτα, ήρχισε να φοβήται και αυτή. Διότι περί το μεσονύκτιον την εξύπνα άλλοτε μεν φωνή αλώπεκος, άλλοτε λύκου ωρυγή, και άλλοτε χρεμετισμός ίππου. Και, όταν μίαν νύκτα ήθελε ν' αντλήση ύδωρ από την στέρναν, βροχή λίθων παρ' ολίγον να θραύση την κεφαλήν της.