United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ιδέα μου τόσον του ήρεσε, ώστε τον έκαμεν αμέσως να λησμονήση την κούρασίν του· επλησίασεν επί της άκρας των ποδών εις το βαρέλι, έθεσε την χείρα επί του υγρού σώματος, εστράφη τότε να με κυττάξη, εξέφραξε μετά ενθαρρυντικόν νεύμα μου την οπήν και το νερόν εξεχύθη ως κρυστάλλινος κρουνός επί της κονιορτώδους ατραπού.

Μετά τούτους προσήλθεν ο Πάτερ Παφνούτιος, όστις βυθισμένος αείποτε εις ουρανίους εκστάσεις τόσω ολίγον εφρόντιζε περί των επιγείων, ώστε διψήσας έτυχε πολλάκις να πίη αντί ύδατος το έλαιον της κανδήλας του· ο όσιος Τρύφων, ουδέποτε φορέσας καθαρόν υποκάμισον, αλλά πάντοτε τα άπλυτα του ηγουμένου του· ο ερημίτης Νίκων, ο υποπεσών εις την αμαρτίαν της σαρκός και κλεισθείς προς μετάνοιαν εις νεκροταφείον, όπου έμεινε τριάκοντα έτη, κοιμώμενος όρθιος, ως οι ίπποι, και τρώγων μόνον τα χόρτα, άτινα εβλάστανον εκ της γης ποτιζομένης διά των δακρύων του.

Θυμόταν το γιατρό με τα γυαλάκια του, με τα γενάκια τα ξανθά, γυαλιστερά και μοσχομυρισμένα από πουμάδες και κομμένα κάτω στα ίσα, ολόγυρα στο πλατύ άσπρο πρόσωπο με τα ροδοκόκκινα μαγουλάκια. Τι σαχλός που ήτον! Κ’ έκανε και το νόστιμο· κι όλο γελούσε για να φαίνονται τα δόντια του· κι όλο ακκουμπούσε στο μπαστούνι του με την ασημένια γοργόνα για να δείχνη τα παχουλά του τα χέρια.

«Και μία παράδοξος ακόμη από τας πολλάς ιδιότητάς του· ο κ.

Καθώς δε οι γέροντες αγωνισταί χαίρουσι διηγούμενοι μετά το δείπνον τας μάχας και τα τρόπαια των, ούτω ήρχισαν κακείνοι ν' ανυμνώσι τα θαύματα και τας αθλήσεις των· ο μεν ότι φιλευθείς υπό πτωχού ανθρώπου, μη έχοντος άλλο τι να προσφέρη αυτώ πλην μόνον ολίγην φακήν, έσπειρεν εις τα γένεια του ξενίζοντας κόκκον σίτου, ο οποίος τοσούτον επολλαπλασιάσθη, ώστε ο καλός εκείνος άνθρωπος σείων την γενειάδα του εγέμισε πεντήκοντα σάκκους σίτου· ο δε διηγήθη ότι κατά διαταγήν του Ηγουμένου εφύτευσεν εις τον κήπον της Μονής την ποιμαντικήν αυτού ράβδον, ήτις ποτιζομένη καθ’ ημέραν δι' ύδατος και δακρύων μετά τρεις χρόνους εβλάστησε και έδωκε τόσω πολλούς και παντοίους καρπούς, μήλα, ροδάκινα, κεράσια, σύκα και σταφυλάς, ώστε εξ αυτών εχορτάσθησαν όλοι οι αδελφοί του· ο δε όσιος Νίκων ιστόρησεν, ότι τρωθείς την καρδίαν υπό πόθου να ίδη την ένδοξον ωραιότητά της Παναγίας ενήστευε και προσηύχετο νυχθημερόν, μέχρις ου ευσπλαγχνιθείσα αυτόν η ελεήμων Παντάνασσα ενεφανίσθη ενώπιον του με τοσαύτην ωραιότητα και λάμψιν, ώστε θαμβωθείς έμεινε μονόφθαλμος, ήθελε δε μείνει και τυφλός, αν δεν επρόφθανεν εγκαίρως να κλείση τον ένα οφθαλμόν.

Ηύρε τη Βεργινία στο κρεββάτι, κλαμένη, με ταριά της τα κόκκινα μαλλιά μουσκεμένα· δεν μπόραγε να σήκωση το χέρι της απ' την αδυναμία Δεν έβγαλε το σακκάκι του, ούτ’ έβαλε ψωμί στο στόμα του· μόνο το ένα του παπούτσι τράβηξε λιγάκι, γιατί τονέ στένευε.

Θάρθη μούπε στις τρεις να πάρη τη Λιόλια να πάνε να δούνε μασκαράδες από 'να σπίτι πού την προσκάλεσε μια γνωστή της. . και να πάω λέει εγώ το βράδυ να τηνέ φέρω. . . Καθήσανε να φάνε. Στο φαΐ ο Νίκος περισσότερα γέλοια έκανε παρά μπουκιές πούβαζε στο στόμα του· κρασί όμως έπινε μπόλικο.

Παρατήρησα μόνο πως απ' την ημέρα εκείνη άλλαξαν οι τρόποι του με το κορίτσι. Άρχισε να φέρεται μαζί της σαν Σουλτάνος. Δεν επρόσεχεν εις τα λόγια του· την έπιανεν από τη μέση και την εκυνηγούσε να την φιλήση. Αυτά τα καμώματα δεν μας άρεζαν διόλου. Εσυλλογούμεθα όμως τη δική μας φτώχεια και το δικό του φούρνο.

Τετράδια ο Ροΐδης είχε πλείστων ειδών. Εκείνα εις α όπως ο Δωδέ εσημείου τας ιδέας ή τας σκέψεις ας εχρημοποίει βραδύτερον εις τα έργα του. Τετράδια εις α έγραφε τα σχέδια των έργων του· ενταύθα δε καταφαίνεται σαφέστερον η μέθοδος του της εργασίας, προ παντός δ' αι αποκοπαί και αι συμπτύξεις εις ας υπέβαλλεν αδιακόπως τα χειρόγραφά του.

Μάτην επεκαλείτο τον Άγιον Γήνον, ίνα στερεώση το κλονούμενον βήμα του, μάτην ανήπτε κηρία εις την αγίαν Λουκίαν, ίνα αποδώση εις τον οφθαλμόν του την δύναμιν να διακρίνη τα γράμματα του ψαλτηρίου και μάτην παρεκάλει τον άγιον Φόρτιον, ίνα ενισχύση την φωνήν του· αι δε χείρες αυτού τόσον έτρεμον, ώστε ημέραν τινά προσφέρων το σώμα του Σωτήρος εις την ηγουμένην του Μοναστηρίου Βιτερφείλδης, την ωραίαν Γίσλαν, αντί να εισαγάγη αυτό εις το ροδόχρουν στόμα της παρθένου, αφήκε να καταπέση εις τα λευκά στήθη της, άτινα η δούλη αύτη του θεού είχε πάντοτε γυμνά δι’ ιδιαιτέρας αδείας του Πάπα Σεργίου.