United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα έγινε ο Σβεν σωστό αγόρι, είπε ο μπαμπάς. Και με το πιστοποιητικό αυτό του αρρενωπού του έτρεξε ο Σβεν να τονέ δούνε τα μεγάλα αδέρφια και να τον τονέ θαυμάση η Μάρθα. Το καλοκαίρι, που άρχισε σε μια τόσο γελαστή τοποθεσία, έπρεπε να συνεχιστή στα δυτικά ακρογιάλια κι ο λόγος είτανε πως με τραβούσε κει μια επιθυμία δυνατότερη παρότι μπορώ να την περιγράψω.

Μα σαν τυφλός δε βίγλιζε της γης ο τραντοσείστης, 135 μον τρέχει εφτύς κατόπι τους μ' έτσι μορφή σα γέρος, και πάει το χέρι το δεξύ και πιάνει τ' Αγαμέμνου, και κράζοντάς τον του μιλάει διο φτερωμένα λόγια «Τ' Ατρέα γιε, θα χαίρεται στα στήθια τ' Αχιλέα τώρα η καρδιά του η άχαρη, που βλέπει τη φεβγάλα 140 των Αχαιών και τη σφαγή, τι νου σταλιά δεν έχει, που έτσι καλό τα μάτια του ποτές του να μη δούνε!

Από λόγο σε λόγο, από δέντρο σε δέντρο, βρέθηκαν ακόμα παραόξω, κρύφτηκαν από τους γέρους, κι άλλο πια δεν έβλεπαν του σπιτιού παρά ταπάνω τα παράθυρα. Κυνηγούσανε πεταλούδες, παραμόνευαν πουλιά, γυρεύανε να ξετρυπώσουν τον τζίτζικα που τους ξεκούφαινε από παράμερη συκαμινιά, κι απάνω σ' αυτή τη λαχτάρα τους ήρθε να σκαλώσουν το δέντρο και να δούνε τον τζίτζικα.

Και γιατί τάχα τίποτις; Γιατί, βλέπετε, αφτοί όλοι που φτειάνουνε γλώσσα με τα βιβλία, κάθουνται στο καμεράκι τους κ' έχουν ολόγυρα στους τοίχους, μέσα στη βιβλιοθήκη τους, γραμματικές, λεξικά λογιώ λογιώνε. Και θαρρούνε πως φτάνει. Έχουνε λάθος μεγάλο. Δε βγήκαν αφτοί όξω στο δρόμο, να δούνε και το φως. Είναι σωστοί καλαμαράδες. Πραχτικά κεφάλια δεν είναι.

Μεγάλα όμως τα σπίτια του, αρχοντάδικα. Μεγάλες κ' οι αυλές τους, κι αερικές. Ως και δέντρα έχουνε μέσα. Ας κρυφοσκύψουμε, να κοιτάξουμε. Μια και μας δούνε, καπνός γινόμαστε, και χανούμαστε· έλα, ρίξε κρύφια ματιά από την κλειδότρυπα της θεόρατης αυτής θύρας· έχει και σιντριβάνι καταμεσή στην αυλή. Αγάδικο σπίτι. Μπέης κατοικεί εδώ μέσα. Πρέπει να λείπη τώρα στην Αγορά.

Είπε και σέρνει απ' το κορμί το χαλκωτό κοντάρι κι' εκεί κοντά παράμερα τ' αφίνει· και κατόπι απ' την πανώρια αρματωσά ναν τον γυμνώνει αρχίζει αίμας γιομάτη. Κι' έτρεξε γύρω ο στρατός να δούνε σαν τι είταν τάχα ο Έχτορας, η όψη η λεβεντιά του 370 τα στήθια· τι έτσι αλάβωτοι πού πριν να παν κοντά του! Κι' έτσι ο καθένας έλεγε, στο γείτονα γυρνώντας «Μπα!

Και τότε ο γερο-Πρίαμος τους μίλησε δυο λόγια «Τρώες, ακούστε με, κι' εσείς Αργίτες παινεμένοι! Εγώ στ' ανεμοφύσητο καστρί γυρίζω πίσω, 305 τι δε βαστάν τα μάτια μου να δούνε το παιδί μου όταν με τον παληκαρά Μενέλα θα χτυπιέται. Μα αφτό, θαρρώ, του Κρόνου ο γιος το ξέρει, κι' οι αιώνιοι άλλοι θεοί, σε πιόνε τους γραφτό 'ναι να πεθάνει

Τα καταπετάσματα σηκώστε και ξεκουμπιστήτε από τα περάσματα όλοι! Πες να σταθούνε! Άφισε να μείνουνε. Πρέπει να δούνε, Θέλω ν' ακούσουν τι θα πούμε. . . ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Τρόφιμε, να γκρεμιστούνε είπα. Μόνο να μ' αφίσουνε με τούτο τον τρελλό!. . . 2ος ΕΥΝΟΥΧΟΣ. Χάνομε θέαμα μοναδικό. Τι κρίμα!. . . 3ος ΕΥΝΟΥΧΟΣ. Θα το μάθωμε. Μπορεί να μείνη μυστικό;. ΓαλέριοςΆγιος Δημήτριος

Μήπως αλλοιώτικα δεν τώξερα; Η μητρική μου αγάπη κη αγάπη μου για το Βαγγελιό πιάστηκαν κείνη την ώρα σε φοβερή πάλη. Αλλά σ' αυτό ακούστηκαν βήματα κιομιλίες. Το Βαγγελιό ταράχτηκε και μούπε σιγά και βιαστικά: — Δεν κάνει να μάςε δούνε μαζή, μόνο φύγε. Και τραβήξαμε, αυτή προς το χωριό, εγώ προς τα κάτω. Ήμουν πολύ συγκινημένος κ' αισθανόμουν σα διαφορετικός άνθρωπος.

Τόσο ο ίδιος όσο και ο Τζατσίντο περίμεναν να δούνε από τη μια στιγμή στην άλλη να φτάνει η Γκριζέντα, αλλά οι μέρες περνούσαν κι εκείνη δεν ερχόταν.