United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε μάςε ρίχτεις ένα κλαδί; — Μετά χαράς, απήντησεν η κόρη, και μετ' ολίγον εξέτειε μεταξύ των γαστρών το ηλιοκαϋμένον χέρι της, εις το οποίον εκράτει δέσμην βασιλικών και γαρυφάλων. — Όρισε, μπάρμπα Νικολή.

Ούτω δε την πορείαν πατρός και υιού διά του χωρίου συνώδευεν η βοή εκείνη των αγρίων υλακών και επηύξανε την σύχισιν του Μανώλη, όστις αρπάσας πέτραν μεγάλην, την έρριψεν ως ωργισμένος Τιτάν κατά των σκύλων. Ταποθαμένα σας! να μάςε φάτε θέτε; Αλλ' αντί των σκύλων, ολίγον έλειψε να φονεύση ένα γέροντα θερμαίνοντα εις τον ήλιον τους ρευματισμούς του.

Να μαγαπάς μέσ' στην καρδιά σου. Δε σου ζητώ άλλο πράμμα. Έλα 'δα να σε φιλήσω, για υστερνή βολά, γιατί φοβούμαι πως θα μάςε χωρίσουνε παντοτεινά και δε θέλω να σε θωρώ κρυφά, σαν κλέφτρα. Κιως να είχε σβυσθή το πάθος πούχαν έως τότε τα φιλιά της, ως να εξαγνίσθη στον πόνο η αγάπη της και γύρισε στην πρώτη αθωότητα, μούδωκε ένα ήρεμο, μητρικό ασπασμό στο μέτωπο.

Μήπως και αυτός δεν θα επροτίμα ένα δαίμονα από όλα τα αγαθά του κόσμου; Και όμως αυτός και το θάρρος δεν είχε να το ομολογήση και, όταν οι άλλοι τον ενθάρρυναν, έχανεν έτι μάλλον το θάρρος του. — Το ίδιο κι ο Μανωλιός, συνεπέρανεν ο Σαϊτονικολής. Μας επεθύμησε λέει κήρθε να μάςε δη. Μην τον ακούτε. Ήρθε να βρη το δαίμονά του. Θέλει κιαυτός ένα δαίμονα. Αι! αυτό πλέον ήτο πάρα πολύ.

Έπειτα είπε: — Δε μπορεί να γενή αυτό, Μανωλιό, μόνο να κάμης απομονή, ετσά που κάνω κ' εγώ. Δεν είνε καλό να πάμε ανεβουλής τω γονέω μας, γιατί θα μάςε καταραστούνε και δε θα δούμε χαέρι και προκοπή. Η νέα αντίρρησις της Πηγής έφερεν εις στιγμιαίαν αμηχανίαν την ρητορικήν του Μανώλη. Αλλ' έπειτα είπε: — Δε θα 'μάςε καταραστούνε γιατί μας αγαπούνε.

Αλλά βέβαια ο γυιός της δεν ήτο για τη θυγατέρα της Ζερβούδαινας, ούτε η Ζερβουδοπούλα για το Μανώλη. — Δεν την αφίνεις την κουζουλή! είπεν ο Σαϊτονικολής. Το δακτυλάκι τση Πηγής δε δίδω να πάρω δέκα από τέτοιο κουζουλόσογο. Μήγαρις είνε και γυναίκα; Ένα 'λιολιό, ένα πράμμα άψητο, απού όποιος τήνε πάρη πρέπει να την αφίνη μέσα στο σπίτι, για να μη τηνε 'δη ο ήλιος κιαρρωστήση. Δε μάςε χρειάζεται.

Δε μας ερωτάς, Πηγιό, για το χτίρι πώς πάει; της εφώναζον οι κτίσται φαιδρώς. — Μάτια 'χω και θωρώ το, απεκρίνετο η Πηγή μειδιώσα. — Θωρείς το, μα θέλει τ' ο Θεός να δουλεύγωμε για μια ψυχή και να μη μάςε λέη μουδ' ένα καλημέρα;