United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ντα δεν εστάθηκε, μόνο πήε κ' εκλειδώθηκε στο σπίτι του, είπεν ο Μανώλης κατακόκκινος. — Πριχού να κλειδωθή, όντεν εφοβέριζε, έπρεπε να του σπάσης την κεφαλή. Δεν έδιαξες ως έπρεπε. Μα άιντε, σου το συμπαθώ για πρώτη φορά ... Μα θέλω να πω πως από τότε σα επήρε μούρη ο Τερερές κιάρχισε να μάςε φοβερίζη κιαποπάνω. Ο Μανώλης είχε σηκωθή και αρπάσας το σπαθοράβδι του ώρμησεν έξω.

Και αρπάσας από των χειρών της αδελφής του το γράμμα, ως θα ήρπαζεν ιέραξ στρουθίον, έκρυψεν αυτό ταχέως εις τον κόλπον του. — Μα δεν μ' ερωτούσες ευλογημένε, αν την είχα τελειώσει; — Ενόμισα, . . . εψιθύρισεν ο αδελφός της. — Ενόμισες! υπέλαβε σοβαρώς ο Γεώργιος, όστις είχε παύσει να τρώγη και προσείχεν εις την παράδοξον σκηνήν, της οποίας εμάντευε περιαλγώς τον πρόλογον. Ενόμισες!

Ο Βινίκιος ενόησε τότε, ότι ο ιατρός, όστις του είχεν επιδέσει τα τραύματα, ήτο ο Γλαύκος, του οποίου και αυτός εγνώριζε την ιστορίαν. Όσον αφορά τον Ούρσον, αι ολίγαι αυταί στιγμαί και οι λόγοι του Γλαύκου ήσαν ως αστραπή εν σκότει· ανεγνώρισε τον Χίλωνα. Αρπάσας τους δύο βραχίονάς του τους έφερεν οπίσω. — Είνε αυτός, ανέκραξεν, όστις με έπεισε να φονεύσω τον Γλαύκον.

Ορχούμενος τον Αίαντα, παράφρονα μετά την ήτταν, τόσον παρεξετράπη, ώστε αντί να φαίνεται ότι υπεκρίνετο την παραφροσύνην, ηδύνατο να νομισθή ότι είχε παραφρονήση ο ίδιος• ενός εκ των κρατούντων το μέτρον διά του σιδηρού υποδήματος κατέσχισε το ένδυμα, αρπάσας δε τον αυλόν ενός εκ των αυλητών, εκτύπησε δι' αυτού κατά κεφαλής τον Οδυσσέα, όστις εστέκετο πλησίον και υπερηφανεύετο διά την νίκην, και αν η περικεφαλαία δεν τον επροφύλλατεν, αλλ' εδέχετο ολόκληρον το κτύπημα η κεφαλή, θα εφονεύετο ο ταλαίπωρος Οδυσσεύς, διότι του έτυχε τοιούτος παράφρων ορχηστής.

Έλα μέσα, παιδί μου. Τι θέλεις; Και εισήλθεν εντός της αυλής. Τον ηκολούθησα και έκλεισα όπισθέν μου την θύραν. ― Δεν με γνωρίζεις; ― Όχι. Ποίος είσαι; Είπα το όνομά μου. Ύψωσεν έκπληκτος τας χείρας, με παρετήρησεν επί τινας στιγμάς ασκαρδαμυκτί και αρπάσας με εκ της χειρός μ' εφίλησε και μ' έσυρεν εις το δωμάτιόν του.

Έπειτα αρπάσας διά της αριστεράς την κόμην της και εξακολουθών να παρατηρή εις το κάτοπτρον, απέκοψε διά της δεξιάς, εις την οποίαν εκράτει σπάθην, την κεφαλήν της, και πριν εγερθούν εκ του ύπνου αι αδελφαί της, έφυγε.

Αρπάσας δε από το παρακείμενον παράθυρον βαρύ εκκλησιαστικόν βιβλίον, το ύψωσεν απειλητικώς, και του ιερού θόλου ο αντίλαλος επανέλαβε μετά φρίκης μίαν βλασφημίαν: — Διάλε τσ' αποθαμένους σου! Αλλ' οι παριστάμενοι είχον ήδη παρέμβει, κατάπληκτοι προ πάντων διά την βλασφημίαν εκείνην εντός του ναού.

Αλλ' εν τω μεταξύ και ο Μανώλης είχε δυνηθή να ανασυντάξη το θάρρος του· και έξαφνα, καθ' ην στιγμήν οι κτίσται ήσαν έτοιμοι ν' αρχίσουν να γελούν διά την δειλίαν του, τους απώθησε και αρπάσας πτύον έδραμε κατόπιν του Τερερέ· τον επρόφθασε δε εις τα πρόθυρα της κατοικίας του. — Στάσου, μωρέ σακάτη, του εφώναξε, να ξαναβγάλης το μαχαίρι!

Ούτω δε την πορείαν πατρός και υιού διά του χωρίου συνώδευεν η βοή εκείνη των αγρίων υλακών και επηύξανε την σύχισιν του Μανώλη, όστις αρπάσας πέτραν μεγάλην, την έρριψεν ως ωργισμένος Τιτάν κατά των σκύλων. Ταποθαμένα σας! να μάςε φάτε θέτε; Αλλ' αντί των σκύλων, ολίγον έλειψε να φονεύση ένα γέροντα θερμαίνοντα εις τον ήλιον τους ρευματισμούς του.

Όταν ηρώτησα τους ιερείς περί της Ελένης, μοι διηγήθησαν τα ακόλουθα· αρπάσας ο Αλέξανδρος την Ελένην εκ Σπάρτης, απέπλεεν εις την πατρίδα του· αλλ' άμα εισήλθεν εις το Αιγαίον πέλαγος, σφοδροί άνεμοι τον εξώθησαν εις το Αιγύπτιον πέλαγος. Εκείθεν δε, επειδή η τρικυμία δεν έπαυεν, επλησίασεν εις την παραλίαν και εισήλθεν εις τας Ταριχείας του Νείλου αίτινες σήμερον καλούνται Κανωβικόν στόμα.