United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γύρισε πάλι μερικά φύλλα: «Και ήμην, ως στρουθίον επί δώματι και ως νυκτικόραξ εν οικοπέδω...» Άρπαζε δυο λόγια, μα δεν μπορούσε να πάη παρακάτω. Γύριζε και κύτταζε κάθε λίγο στο παράθυρο.

Εισβαλών λοιπόν ο Αλέξανδρος με τοιαύτην θεατρικήν παρασκευήν εις την πατρίδα του, έγεινε περίβλεπτος και περίφημος. Μη αρκούμενος δε εις την άλλην αγυρτείαν, υπεκρίνετο και ότι κατελαμβάνετο υπό ιεράς μανίας και ενίοτε το στόμα του επληρούτο αφρού. Τούτο δε είνε εύκολον να γίνεται κατά βούλησιν, άμα κανείς μασήση την ρίζαν του βαφικού χόρτου, το οποίον ονομάζεται στρουθίον.

Ο ιερεύς άρχισε τα τελευταία τροπάρια, του Ασπασμού. «Ω! Τις με θρηνήσει, τέκνον μου . . . ότι βρέφος άωρον, εκ μητρικών αγκαλών, ώσπερ στρουθίον επέτασας . . . Ω τέκνον, τίς ποτε μη στενάξει βλέπων σου το πρόσωπον ευμάραντον, το πριν ως ρόδον τερπνόν! . . . » Και πάλιν το παπαδόπουλον, καθώς εκράτει το Αγιασματάριον, κ' εμουρμούριζε τας λέξεις μαζύ με τον πατέρα του, δεν εκρατήθη να ερωτήση·

Και αρπάσας από των χειρών της αδελφής του το γράμμα, ως θα ήρπαζεν ιέραξ στρουθίον, έκρυψεν αυτό ταχέως εις τον κόλπον του. — Μα δεν μ' ερωτούσες ευλογημένε, αν την είχα τελειώσει; — Ενόμισα, . . . εψιθύρισεν ο αδελφός της. — Ενόμισες! υπέλαβε σοβαρώς ο Γεώργιος, όστις είχε παύσει να τρώγη και προσείχεν εις την παράδοξον σκηνήν, της οποίας εμάντευε περιαλγώς τον πρόλογον. Ενόμισες!

Αλλ' εις κόρην τίς δύναται να διηγηθή σοβαρά πράγματα; Η κόρη είνε κούφη ως το πτερόν, ελαφρά ως νεφέλη, ευαπάτητος και ευπαγίδευτος ως στρουθίον. Όταν αναφθώσιν αι δάδες του ιμέρου και αντηχήση ο ύμνος του υμεναίου, τότε το στρουθίον συνελήφθη εις την παγίδα, η κόρη υπερέβη τον ουδόν του βίου, και μετέστη από του προσκαίρου σταθμού εις την αληθή κονίστραν του εγκοσμίου αγώνος.

Η ψυχή του θεατού ανεπτερούτο, και ώρμα ως στρουθίον προς το επιβάλλον εκείνο ύψος. Το όρος ήτο βραχώδες και παρείχε θέαν σοβαράν και μεγαλοπρεπή. Άγρια δένδρα προσείρπον μεταξύ των υψηρεφών βράχων, και απετέλουν ποικίλον και αρμονικόν το σύνολον. Θεώμενός τις, εφαντάζετο ότι πατεί από κλώνος εις κλώνα και από βράχου εις βράχον, και συναναβαίνει με την ανάντη εκείνην κλιτύν την αιθερίαν ανάβασιν.