United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τ' άρπαζε στον καταρράχτη της πολυλογίας του, τα ψήλωνε στα μεσούρανα, τάλεγε δυσκολόβρετα στην παγκόσμια ιστορία. Εμακάριζε τη μητέρα που είχε την τιμή να γεννήση τέτοια παιδιά και συγχαιρότανε τα παιδιά που είχαν τύχη να γεννηθούν από τέτοια μητέρα. Προσκαλούσε τους προγονικούς ήσκιους να παρασταθούν περίλυποι στην κηδεία της. Τα μάτια του δεν είχαν δάκρυα ούτε το πρόσωπό του συγκίνηση.

Κι άρπαζε πολλά κοπάδια, πολύ σιτάρι και κρασί, επειδή μόλις είχε τελειώσει ο τρύγος· μα κι ανθρώπους όχι λίγους, όσοι απ' αυτούς δουλεύανε στα χτήματα. Έπεσεν επάνω και στης Χλόης και του Δάφνη τα υποστατικά· κι αφού βγήκεν έξω, άρπαζεν όσα έβρισκεν εμπρός του.

Και καλά λέει. Πώς θα ζήσης χωρίς γράμματα; — Θα ζήσω με τη ζωή που μου χάρισ' ο Θεός, μάννα. Άκου που στο λέω! Όχι ο αδερφός μου με τις μελέτες του. Εγώ, να, εγώ με τα μπράτσα μου θα διώξω από τον τόπο μας το Χαγάνο. Εγώ, να το ξέρης. Η κυρά Πανώρια τον άρπαζε στην αγκαλιά της και τον καταφιλούσε. Αυτό ήθελε κ' εκείνη· Δεν την έμελλε για τα μέσα.

Πήγες και διάλεξες το γαμπρό σαν τα μούτρα σου». Και καθώς την πιάνανε τα δαιμόνια άρπαζε κάτι κάδρα της Βενετιάς, που είχε φερμένα ο γέρος στα νιάτα του, και τα πέταε από το παράθυρο. Τι της έφταιγαν τα κάδρα; — Γυναικεία μυαλά! είπε ο Κυρ-Φώτης ο Πάρεδρος· δεν βρίσκεις άκρη. Έλεγε ο ένας το κοντό του κι' ο άλλος το μακρύ του. Αλλοίμονο σ' αυτήν που χάθηκε! Η θάλασσα όξω βούιζε.

Δεν ξεύρω τι μου έφταιγε· θέλεις η γαληνεμένη θάλασσα, θέλεις ο ξάστερος ουρανός, θέλεις το διαπεραστικό ηλιοπήρι· δεν ειμπορώ να ειπώ. Μα είχα τόσο βαρειά την ψυχή, εύρισκα τόσο σαχλοπλημμυρισμένη τη ζωή, που αν με άρπαζε κανείς να με ρίξη στο νερό δεν θα έλεγα «όχι!» Ο ήλιος ήταν ώρα βασιλεμένος.

Με άρπαζε, με γύριζε και θαρούσα πώς τα πόδια μου δεν πατούσαν κάτω. Μου φαίνονταν πώς μούδινε πτερά στα πόδια. Λ έ λ α. Εγώ βέβαια δεν πετούσα μ' αυτά τα παπούτσια. Αλλά συ, πού πετούσες; Έ μ μ α. Εις τους ουρανούς. Ο λ γ ί ν α. Κα Μ ε μ ι δ ώ μ. Ανοησίες, Ολγίνα, ανοησίες. Η Έμμα είναι παιδί ακόμη. Έ μ μ α. Παιδί! Έχουν την μανίαν να νομίζουν πώς είμαι παιδί. Είκοσι χρόνων και κάτι.

Γύρισε πάλι μερικά φύλλα: «Και ήμην, ως στρουθίον επί δώματι και ως νυκτικόραξ εν οικοπέδω...» Άρπαζε δυο λόγια, μα δεν μπορούσε να πάη παρακάτω. Γύριζε και κύτταζε κάθε λίγο στο παράθυρο.

Συχνότερα θάβλεπε κανένας να είναι χωρισμένα τα κοπάδια παρά η Χλόη κι' ο Δάφνης. Κ' ενώ έπαιζαν έτσι, τέτοια μελέτησε γι' αυτούς ο Έρωτας. Λύκισσα, που έθρεφε λυκάκια, άρπαζε πολλές φορές από άλλα κοπάδια από τα κοντινά χτήματα, επειδή εχρειαζόταν πολλή θροφή για να θρέψη τα μικρά της. Για τούτο, αφού μαζεύτηκαν νύχτα οι χωριανοί, άνοιξαν λάκκους μια οργιά το πλάτος και τέσσερες το βάθος.

Εμυρίστηκε τον κίνδυνο κ' έδραμε να του αντιταχθή στηθάτα όπως ο ταύρος στον ταυρομάχο. Άστραψε το βλέμμα του κ' εφρύαξεν η ψυχή του. Ξεφέσωττος, με τα μαλλιά πίσω ριγμένα, τη βράκα ζωσμένη στη μέση, άρπαζε με στιβαρή χούφτα το δοιάκι από το χέρι του γραμματικού κ' εφάνηκε στο κάσαρο θεός θαλασσοδαμαστής. — Κάτω τους κούντρους!... Στίγγα τη μπούμα!... προστάζει αγριόθυμος.

Ο Αλκίνοος του Λαοδάμαντα τότ' είπε και του Αλίου, 370 χορό να στήσουν μόνοι τους, τι αντίπαλον δεν είχαν. κ' εκείνοι σφαίραν εύμορφην αφούτα χέρια πήραν, κόκκινην, 'που τους έπλασεν ο Πόλυβος τεχνίτης, ο ένας έρριχνεν αυτήν προς τα σκιοφόρα νέφη, το σώμα οπίσω γέρνοντας• ο δεύτερος πετιόνταν, 375 και άρπαζε αυτήν ανάερα, πριν ή την γην πατήση. και αφού πετώντας έπαιξαν εκείνοι με την σφαίρα, χορόν κατόπιν άρχισαντην γην την πολυθρέπτρα, συχνά ξαλλάζοντας• και αυτού τριγύρω τ' άλλ' αγόρια χεροκροτούσαν τακτικά, και όλος εβρόντα ο τόπος. 380