United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εις αυτό το αναμεταξύ που αυτός εστοχάζετο έτσι, ο Αμπτούλ εβγήκε από τον χοντζερέ, και εγύρισε με μίαν βέργαν εις το χέρι, και με ένα δενδράκι από χρυσίον, που είχε τα κλωνάρια και τα φύλλα από σμαράγδια, και τους καρπούς από ρουμπίνια, εις δε την κορυφήν του εφαίνονταν ένα παγώνι από χρυσίον καθαρόν, του οποίου το κορμί ήτον γεμάτον από πολύτιμα μυρωδικά ξύλα· απόθεσεν αυτό το δένδρον εις τους πόδας του Καλίφη, και με την βέργαν που είχεν εις το χέρι του εκτύπησε το κεφάλι του παγωνιού, το οποίον ευθύς ετέντωσε την ουράν του, και άρχισε να γυρίζη με μίαν εύμορφην τάξιν, και εις τον γύρον που έκανεν έβγανεν διάφορες ευωδίες από τα μυρωδικά ξύλα που είχεν εις το κορμί του.

Κι' ο γοργοπόδης Αχιλλεύς βαριά εστέναξ', κ' είπε· 'Ξεύρεις· τι όλα να σ' ειπώ, αφού κε τα γνωρίζεις; Πήγαμετου Ηετίωνος μεγάλην πόλιν Θήβαν· Την επορθήσαμεν λοιπόν, και φέραμεν εδ' όλα· Κ' οι Αχαιοί τα μοίρασαν καλά 'ναμεταξύ τους· Κ' εχάρισαν την εύμορφην Χρυσίδα τον Ατρείδην· Κ' ήρθ' ο ιερεύς τ' Απόλλωνος ο Χρύσηςτα καράβια Τα γλήγωρα των Αχαιών των χαλκοποκαμίσων, Διά την θυγατέρα του, να την ελευθερώση, Άπειρα λύτρα φέροντας, κρατώντας κ' εις τα χέρια Το στέμμα του Απόλλωνος με το χρυσόν το σκήπτρον, Και παρακάλει ολουνούς τους Αχαιούς, και πλέον Τους δυω Ατρείδαις, του λαού αρχιστρατήγους πρώτους.

Δεν τους εφάνη μεν παράξενον ότι επήρε δύο γυναίκας, διότι τούτο επιτρέπεται μεταξύ των, αλλά μόνον ότι προτιμά ως επί το πλείστον την άσχημην, ένεκεν του οποίου αι περισσοτέραιαν όχι όλαιημέραι του είνε βροχεραί. Επειδή δε έχουν όλας τας έξεις και τας ροπάς του ανθρώπου, ως οι Ολύμπιοι θεοί, οι μήνες ήρχισαν να συμπαθούν προς την εύμορφην, η οποία έμενεν άνευ θωπειών, άνευ περιποιήσεων

Όταν λοιπόν, αφού την απεθέωσα, ηθέλησα να την μεταχειρισθώ ως εύμορφην θνητήν, ενόμισεν ότι επέβαλεν εις αυτήν η αποθέωσις να υποκριθή ολίγην αντίστασιν εις τους πόθους μου, και εγώ ο μεγαλοκέφαλος βλαξ, αντί να αψηφήσω την σκιάν εκείνην αντιστάσεως και να προβώ από των μεταφυσικών εις τα φυσικά, ως η ερωμένη μου ήλπιζε βεβαίως και επεθύμει, ήρχισα να παραπονούμαι και να μεμψιμοιρώ, να γίνωμαι ελεγειακός, μονότονος και επί τέλους ανιαρός.

Ευθύς όλοι εμπήκαν και εδιασκορπίσθησαν εις το σπήλαιον το οποίον ήτον πολλά ευρύχωρον· ολόγυρα του οποίου ήτον τόσες τράπεζες βαλμένες εις εύμορφην τάξιν, απάνω εις τες οποίες ήτον αραδιασμένα τα βιβλία με πολλήν ευγένειαν, και απ' έξω των οποίων ήτον γραμμένα εις κομμάτια χαρτιά η υπόθεσις, και εκείνο που περιείχε κάθε βιβλίον· εφαίνονταν ανάμεσα εις αυτά δύο τόποι άδειοι μα οι γραμματισμένοι ευθύς τους εγέμισαν με εκείνα, που τον απερασμένον χρόνον είχαν πάρει.

Εις την αρχήν εδοκίμασα μεγάλην θλίψιν και αδημονίαν εις ταύτην την φυλακήν, αγκαλά τόσον εύμορφην αλλ' ο καιρός και η χρεία με έκαμαν να συνηθίσω και να παρηγορηθώ· όμως όσα επιθυμεί η όρεξις μου τα απολαμβάνω και όταν λάβω χρείαν από το Τελώνιον, ευθύς μόλις εγγίξω ένα καθρέπτην που έχω εις το δωμάτιον μου, παρασταίνεται εδώ.

Άλλος εις την θέσιν μου θα το έκαμνεν, αλλ' εγώ εσυλλογίσθηκα πόσον θα εβασάνιζε την ευαισθησίαν μου, αν υπανδρευόμην εύμορφην πτωχοκόρην, η ιδέα ότι μ' επήρεν όχι διά τα ευγενή μου αισθήματα, αλλά διά τα επτά μου σπίτια. Παρά αυτήν την ανυπόφορην υποψίαν επροτίμησα να θυσιασθώ και να πάρω πλουσίαν ασχημομούραν.

Και έτσι φέροντάς μου ένα ζευγάρι ζήλια εχόρευσα τόσον νόστιμα διαφόρων λογιών χορούς που τες έκαμα όλες να μη παύσουν από το να μου κάνουν χίλιους επαίνους· αχ και τι εύμορφα χορεύει, έλεγεν η μία· τι φωνήν εύμορφην και διαπεραστικήν που έχει, έλεγεν η άλλη· αν δεν είχε την κασίδα ημπορούσε να γένη ένας από τους πλέον θαυμαστούς μουσικούς.

Αλλά αυτά μεν και μετά θα στοχασθούμεν πάλε. Τώρ' όμως έλ' να σύρωμεντην θάλασσαν καράβι, Κ' εις τούτο να συνάξωμεν 'πιτήδειους λαμνοτάδαις· Και ν' αποκαταθέσωμεν την εκατόμβην μέσα· Και να την αναιβάσωμεν την εύμορφην Χρυσίδα.

Ο Αλκίνοος του Λαοδάμαντα τότ' είπε και του Αλίου, 370 χορό να στήσουν μόνοι τους, τι αντίπαλον δεν είχαν. κ' εκείνοι σφαίραν εύμορφην αφούτα χέρια πήραν, κόκκινην, 'που τους έπλασεν ο Πόλυβος τεχνίτης, ο ένας έρριχνεν αυτήν προς τα σκιοφόρα νέφη, το σώμα οπίσω γέρνοντας• ο δεύτερος πετιόνταν, 375 και άρπαζε αυτήν ανάερα, πριν ή την γην πατήση. και αφού πετώντας έπαιξαν εκείνοι με την σφαίρα, χορόν κατόπιν άρχισαντην γην την πολυθρέπτρα, συχνά ξαλλάζοντας• και αυτού τριγύρω τ' άλλ' αγόρια χεροκροτούσαν τακτικά, και όλος εβρόντα ο τόπος. 380