United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί, ακούω από μερικές γυναίκες κάτι φωνές, που έλεγαν η μια με την άλλη·Στην Εύρεσι!... είνε ώρα... πάμε στην Εύρεσι! — Η Περιστέρα... στην Εύρεσι... στην σπηλιά.

Σαν είπε το «Δι' αυκών» ο παπάς, πάλι άρχισε να ψαίλνη αγιασμό, μέσα 'σε μια λεκάνη μεγάλη, σαν κολυμβήθρα, φυσικά φτιασμένη στο βράχο, θεόχτιστη, ως φαίνεται. Σαν άρχισε ο αγιασμός, η γυναίκες εψιθύριζαν η μια με την άλλη· — Η Περιστέρα... τώρα θα φανή! — Τώρα θα κατεβή η Περιστέρα! — Να, τώρα... τώρα θα βγη η Περιστέρα.

Μπαμ! μπαμ! μπαμ! ακούνε στη μέσα τάπια άλλη· και μονομιάς, — Στα όπλααα! Στα όοοπλααα ! βραχνές αγριοφωνές άπλωσαν κ' εθόλωσαν μέσα του κάστρου τον αέρα.

Πέφτει κι αρρωστά· φωνάζει το γιατρό· μέσα του όμως φωνάζει κ' έναν άγιο. Όλη του η ζωή είναι σαν ένα θάμα παντοτεινό. Μοναχός του τίποτα δεν κατορθώνει. Τις κλωστίτσες εκείνες θαρρεί πως κάποιος κάπου τις βαστά και πότε τη μια τραβά, πότε την άλλη· έτσι κι ο Ρωμιός πότε καλά, πότε κακά, πότε χαίρεται, πότε λυπάται. Μόνο την έννοια του έχει ο ουρανός.

Κατεδίωκον τους αντιπάλους των επιβάλλοντες εις αυτούς μεγίστας τιμωρίας, όχι οποίας απήτει το δίκαιον και το συμφέρον της πόλεως, αλλ' όπως ήθελον η μία μερίς ή η άλλη· και ότε κατελάμβανον την αρχήν έσπευδον είτε δι' αδίκων αποφάσεων είτε διά της βίας να ικανοποιήσουν την στιγμιαίαν φιλοδοξίαν των.

Κοντά-κοντά στο γέροντα το θαλασσοδαρμένο, είν' έν' αμπέλι με πυκνά και κόκκινα σταφύλια που το φυλάει μικρό παιδί στο φράχτη καθισμένο. Στώνα πλευρό του μια αλεπού, στάλλο πλευρό του μια άλλη· χώνετ' η μια στα κλήματα και τα τσαμπιά αφανίζει, η άλλη πάει με πονηριά κρυφά προς το ταγάρι ωσάν να λέη και στο παιδί πως δεν θε να 'συχάση αν δεν ταφήση νηστικό κι αν δεν του φάη ό,τ' έχει.

Έγινε κολλήγας και με τους άλλους συντοπίτες του έσπερνε και θέριζε τα χωράφια τα δικά του, φέρνοντας στο καλύβι ό,τι άφινε η ασπλαχνιά του αφέντη του. Έτσι έζησε αυτός, έτσι ο γιος του, τ' αγγόνι, το διγγόνι του. Πέρασαν χρόνια και χρόνια, γενεές και γενεές. Η κακοτυχιά όμως δεν άφινε τους Ευμορφόπουλους. Μια γενεά έδιωχνε την άλλη· μα δε μπορούσε να διώξη και τη σκλαβιά από πάνω της.

Αι, τώρα τι θα πήτε; Δεν την είχεν ιδή άλλοτε; Και όμως αυτήν την φοράν του εφάνη εντελώς άλλη· του εφάνη ότι ανοίχθη ο ουρανός και ότι πρώτην φοράν έβλεπε το αληθινόν φως . . . Ίσως επειδή τον υπεδέχθη πολύ θερμά, πολύ εγκάρδια . . . η αλήθεια είνε ότι τον Αντωνέλλον ενώπιόν της τον κατέλαβε γλυκύς, άγνωστος τρόμος, ενώ εκείνη ήτο ολοπόρφυρος . . . Εσιώπων και οι δύο· πόσα όμως δεν έλεγεν η σιωπή αυτή!

Και έτσι φέροντάς μου ένα ζευγάρι ζήλια εχόρευσα τόσον νόστιμα διαφόρων λογιών χορούς που τες έκαμα όλες να μη παύσουν από το να μου κάνουν χίλιους επαίνους· αχ και τι εύμορφα χορεύει, έλεγεν η μία· τι φωνήν εύμορφην και διαπεραστικήν που έχει, έλεγεν η άλλη· αν δεν είχε την κασίδα ημπορούσε να γένη ένας από τους πλέον θαυμαστούς μουσικούς.