United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είχε διακρίνει καλά το πρόσωπο του νέου που ήρθε από τόπο μακρινό, αλλά πρόσεξε την ψηλή του κορμοστασιά και τα πυκνά μαλλιά του που χρύσιζαν σαν τη φλόγα. Και ένοιωθε ήδη κάτι σαν ζήλια επειδή η Νατόλια, η υπηρέτρια του παπά, χώθηκε μέσα στο καλύβι των Πιντόρ και μιλούσε μαζί του. Τι ξεδιάντροπη που ήταν η Νατόλια!

Καταλαβαίνω ότι κάποιος που ήξευρε ότι ο Χαρίνος είνε ζηλιάρης ηθέλησε μ' αυτόν τον τρόπον να του ανάψη τη ζήλια• και αυτός αμέσως εθύμωσε. Αλλ' έννοια σου και αν τον συναντήσω πουθενά θα του μιλήσω. Δεν ξέρει, βλέπεις, τον κόσμο, είνε παιδί ακόμη. ΜΕΛ. Πού να τον δης, πούνε κλεισμένος με την Σιμμίχην: Και όμως οι γονείς του έρχονται και μου τον ζητούν εμένα.

Τη λίμνη να περνάς Με τέτοια ώμορφη βραδειά, Που τα κουπιά σουτα νερά μονάχος να γυρνάς, Και το γλυκό τραγούδι σου να βγαίνη από τα χείληα... Τι θέλγητρο!-τι ζήλια! Χαράαυτόν που βάσανα δεν έχειτην καρδιά!

Αλλ' εις το περιβόλι της ευτυχίας μου εφύτρωσε κένα φαρμακερό αγκάθι, που το λένε ζήλια. Και το πρώτο του κέντημα τώνιωσα μια μέρα πάκουσα να λεν οι γυναίκες πως ο Γιάννης του Ραφτογιώργη, ένα ώμορφο και γερό παλληκάρι είκοσι χρονών, αγαπούσε το Βαγγελιό και θα τη ζητούσε. Έπαιζα εκεί κοντά κιόταν άκουσα την ομιλία πετάχτηκα. — Και το Βαγγελιό αγαπά τονε;

Ένοιωθε φόβο και ντροπή αλλά και ζήλια. Εκείνοι ήταν άντρες! Τα χέρια τους έμοιαζαν νύχια αρπακτικού έτοιμα ν’ αρπάξουν την τύχη στο πέρασμά της. Έμοιαζαν όλοι ληστές, άνθρωποι πάνω από το νόμο: δεν μετάνιωναν βέβαια για τις αμαρτίες τους, εάν είχαν, δεν τους βασάνιζε η συνείδηση, εάν είχαν πάρει το νόμο στα χέρια τους, στη διάρκεια της ζωής τους.

Μωρέ μούτρα! είπε πάλιν η ξαδέρφη μου. — Καλλίτερα 'νε τα δικά σου; — Μωρέ, ό,τι κια λες δε σ' αγαπά. — Όι, εσέν' αγαπά! Η ξαδέρφη γέλασε: — Εμένα; Δε μου χρειάζεται η γιαγάπη τση. Από κείνη τη μέρα, για να ερεθίζουν τη ζήλια μου, μούλεγαν κάθε λίγο πως το Βαγγελιό δε με ήθελε, γιατ' ήμουν μικρός, κιότι γλίγωρα θάτρωγα τη χυλόπητα από το Γιάννη.

Θα δούμε πως και στην κοινή γλώσσα, κάμποσο συνηθισμένος είναι ο τύπος αφτός, αφού πιο συχνά θα πούνε ζουλιάρικος , παρά ζηλιάρικος , κ'έτσι θαρρώ πάντα πως η ζήλια είναι σα δασκαλισμός, γιατί ζούλια την ξέρουνε και στην αδασκάλεφτη Κρήτη. Ελπίζω να την έμαθαν τώρα λιγάκι και στην Αθήνα, τη ζηλεμένη . «...Ο τύπος Ζούλια είναι ο μόνος ορθός.

Τίμια και τιμημένη, που ήταν μες το χωριό η πανώρια η Αριστούλα, ήταν των κοριτσιών η ζήλια, για την προκοπή της και την ασύγκριτή της ομορφιά. Καμάρι ήταν τω λεβέντηδων ατίμητο, για τη μεγάλη της σεμνότη και τη φρονιμάδα της. Από μικρή και από άφαντη παιδούλα, πατέρα δεν εγνώρισε η άμοιρη. Απόμεινε ορφανή, εκείνη κι απομόναχη, με τη μανούλα της την ακριβή.

« — Ποια ζήλια; — τον ηρώτησα. » — Η ζήλια απ' την αγάπη, » Πούχασένα, Ανθή, εγώ » Μου λέει και δάκρυ ένα γοργό » Του γλύστρησε απ' το μάτι.» « 'Σ το λόγο του λιπόθυμη » Πως έπεσα μου 'φάνη· » Κ' εξύπνησα λαχταριστή. » Για δες ιδέα ζαλιστή » Ονείρατα που φκιάνει.» « Η καρδία μου θα πάλλη πάντοτε υπέρ της ΗπείρουΒαλαωρίτης

Όποιος λέει ζήλια , ας είναι και βαρκάρης, τόμαθε από κανένα δάσκαλο. Να το ξετάσετε το πράμα, — γιατί αξίζει, — να πάρετε έναν έναν εκείνους που το συνηθίζουν και θα διήτε πως είναι δασκαλισμός. Ένας που χάνει τα λογικά του, δε ζηλέβει, ζουλέβει, είναι ζουλιάρης, έχει ζούλια.