Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Κι' ο γιος του Τελαμώνα ορμάει στους Τρώες και σκοτώνει το φημισμένο Δόρυκλο, γιο του Πριάμου νόθο, 490 έπειτα και τον Πάντοκο και Λύσαντρο καρφώνει, καρφώνει και τον Πύρασο και το γοργό Πυλάρτη.

Μον άμε του Φυλιά το γιο και το γοργό τον Αία 175 σήκωσ' τους τώρα, αν με πονάς, γιατί είσαι εσύ πιο νιος μουΕίπε, κι' εκείνος φόρεσε προβιάμακριά ως στα πόδιαξανθού μεγάλου λιονταριού, και πήρε το κοντάρι. Και πήγε και τους σήκωσε κι' εκεί τους έφερε όλους.

Πρώτα που το φωνοκόπι, που άκουγε από μακριά σαν κατέβαινε στο σκοτάδι, σταμάτησε μονομιάς άμα φάνηκε η παρέα τους. Δεύτερο που σα φάνηκαν και κατάπεσε η οχλοβοή, πέρασε από στόμα σε στόμα σιγανό και γοργό μουρμουρητό σαν άξαφνο σαγανάκι. Και τρίτο οι μεγαλόφωνες πάλε οι νοστιμιές, που ξανάρχισαν τώρα, είτανε σα να λέγανε τάχατες πέρα βρέχει.

Και όλη η αγωνία της ξετυλίγουνταν σε μια ιδέα ολοφάνερη, σ' ένα αόριστο όσο και φαρμακερό προγνώρισμα πως κάτι κακό θα την κατάφτανε τόρα γοργό και γλήγορο και βέβαιο.

Είπε, και σιώντας τίναξε το χάλκινο κοντάρι και μες στη μέση αλάθεφτα του βρήκε την ασπίδα, 290 μα τ' όπλο πήδηξε μακριά. Τον πήρε τότε η λύπη που έτσι απ' τη χέρα του άδικα πετάχτη το γοργό όπλο.

Νυχτόημερα παρακαλώ Αγίους και Παναγία, Τάζω ασημένια τάματα, και δεν μ' ακούν κ' εκείνοι. Αν μου το έφερνες εσύ, σ' εχρύσωνα φλογέρα!.. Ξάφνου η φλογέρα εσώπασε και σβυέται το τραγούδι. Τα φουντωτά κοντόκλαδα μεριάζουνε μπροστά του, Καιτο γοργό αναμέριασμα κάποιο κορμί προβάλλει.

Και τα καλότριχ' άλογα ράβδισε κ' έφθασ' άμα 380 εις ταις Αυγαίς, όπ' έχει αυτός υπέρλαμπρα παλάτια. Και τότ' η Αθήνη, του Διός κόρη, εσοφίσθηκ' άλλο• έφραξε τα περάσματα των άλλων των ανέμων, να παύσουν τους επρόσταξε και να σιγάσουν όλοι, και τον γοργό τού εκίνησε Βορηά κ' έσπασ' εμπρός του 385 τα κύματα, 'ς τους ναυτικούς Φαίακαις ως να φθάση, σωσμένος απ' τον θάνατον, ο θείος Οδυσσέας.

Τόσο τα είχε σμιχτά στην αγάπη του που δεν ήξευρε καλάκαλά ποιο ήταν το παιδί και ποιο το ξύλο του. Τόρα όμως ξένοιαστος ερροχάλιζε στο κρεβάτι του ο καπετάν Βαλμάς. Είχε μαζί και τα δύο. Το παιδί εκαθόταν στοιχειό στο τιμόνι· το τρεχαντήρι έφευγε γοργό στα κύματα. Δεν τον τρομάζει τον βοριά, δεν το ψηφά το κύμα. Αλλά κ' εκείνα δεν το ψηφούν το καρυδόφλουδο.

Είπε, και όλοι εκινήθηκαν κ' έφθασεν η δαμάλα 430 απ' το λιβάδι, κ' έφθασεν απ' το γοργό καράβι του Τηλεμάχου οι σύντροφοι, έφθασε και ο χαλκέας, της χρυσικής τα σύνεργα κρατώντας εις τα χέρια, τ' αμμόνι, το καλόφθειαστο διλάβι, και την σφύρα, ήλθε κ' η Αθήνη να δεχθή την προσφορά• και ο γέρος 435 τον χρυσόν δίδει• τεχνικά τον περιχύνει εκείνοςτα κέρατα, το στόλισμα να ιδή και ν' αγαλλιάση η Αθηνά• και ο Εχέφρονας και ο Στράτις την δαμάλα έσυρναν απ' τα κέρατα• κ' εις πλουμιστή λεκάνη έφερν' ο Άρητος νερό, βαστώντας 'ς τ' άλλο χέρι 440 ουλαίς μέσατο κάνιστρο• και ο ανδρείος Θρασυμήδης αξίνα εκράτει ακονιστή, να κόψη την δαμάλα. και ο Περσέας το σταμνί• και ο γέρος ο ιππότης Νέστορας με το νίψιμο και με τους ουλοχύταις έκαμε αρχή, δεόμενος θερμά προς την Αθήνη, 445 καιτο πυρ έρριξε απαρχαίς της κεφαλής ταις τρίχαις. και άμ' ευχηθήκαν κ' έχυσαν ουλαίς, ο Θρασυμήδης, υιός του Νέστορα λαμπρός, ζυγόνει και κτυπάει• κ' η αξίνα τα νεύρ' έκοψε του σβέρκου και άμ' ελύθη της δαμάλας η δύναμις• εφώναξαν η κόραις 450 και η νυφάδες, και η σεμνή του Νέστορα συμβία, Ευρυδίκ' η πρωτότοκη η κόρη του Κλυμένου. κ' οι άλλοι εσηκώσαν απ' την γη κ' εβάσταν την δαμάλα• την έσφαξε ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος. με το μαύρο αίμα ως άφησε τα κόκκαλα η ψυχή της, 455 ευθύς την ετετάρτιασαν, έκοψαν τα μερία, με τάξι, και τα σκέπασαν με διπλωτό κνισάρι• κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια• τότε ο γέροςταις σχίζαις τά 'καιε και κρασί φλογώδες ράντιζέ τα• και τα πεντόσουβλα σιμά τ' αγόρια του κρατούσαν. 460 και άμ' εκαήκαν τα μεριά και εγεύθηκαν τα σπλάχνα, ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν, και τά 'ψηναντα μυτερά σουβλιά 'που 'χαντα χέρια.

Αφτούς αν πιάσουμε τους διο, ολπίζω τους Αργίτες 196 αφτή τη νύχτα στα γοργά πως θαν τους κλείσω πλοίαΚι' αφτοί, όσο ο τράφος έκλεινε απ' το τειχί ως στα πλοία, 213 πεζούρα αντάμα γιόμισε κι' αμάξα, που εκεί μέσα στρυμώνουνταν, κι' ο Έχτορας τους στρύμωνε, παρόμιος 215 μ' Άρη γοργό, όταν τούδωκε τη νίκη ο γιος του Κρόνου.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν