Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Όχεντρα έγινε ο μαλακόγλωσσος ο Αριστίωνας άμα πήρε την εξουσία, ας είταν καλά οι δυο χιλιάδες οι δορυφόροι. Ρουθούνι τίμιου πολίτη δεν άφησε. Κήρυξε αμέσως πολιορκία, κ' έφραξε την πόλη από παντού, να μη φεύγουν. Όσοι σκαλώνανε τα τειχίσματα και πηδούσανε να γλυτώσουν, κακός θάνατος τους έβρισκε αποκάτω.
Και τα καλότριχ' άλογα ράβδισε κ' έφθασ' άμα 380 εις ταις Αυγαίς, όπ' έχει αυτός υπέρλαμπρα παλάτια. Και τότ' η Αθήνη, του Διός κόρη, εσοφίσθηκ' άλλο• έφραξε τα περάσματα των άλλων των ανέμων, να παύσουν τους επρόσταξε και να σιγάσουν όλοι, και τον γοργό τού εκίνησε Βορηά κ' έσπασ' εμπρός του 385 τα κύματα, 'ς τους ναυτικούς Φαίακαις ως να φθάση, σωσμένος απ' τον θάνατον, ο θείος Οδυσσέας.
Δεν νομίζεις ότι, αν φωνάξω αυτά και άλλα προς αυτούς, θα ωφεληθούν και θα γείνουν φρονιμώτεροι; ΕΡΜ. Είσαι πολύ αφελής. Δεν φαντάζεσαι πόσον η άγνοια και η απάτη τους διαφθείρει, και ούτε με τρύπανον δύνανται ν• ανοιχθούν τ' αυτιά των• με τόσον κερί τα έχουν βουλώση, όπως ο Οδυσσεύς έφραξε τα ώτα των συντρόφων του διά να μη ακούσουν το άσμα των Σειρήνων.
Έφραξε με την χείρα της το μικρόν στόμα, διά να μη φωνάζη, εκύτταξε προς το μέρος της λεχώνας, είτα προς την στρωμνήν εφ' ης έκειτο κουβαριασμένη η γραία. Η φωνή του βρέφους επνίγη. Μίαν χεριάν ακόμη εχρειάζετο να κάμη η Φραγκογιαννού. Με την άλλην χείρα, του έσφιγξε δυνατά τον λαιμόν . . . Είτα εμάζωξε το λεπτόν πανίον διά να το ρίψη πάλιν επάνω της στεφάνης.
Έφραξε τα γύρω μας με το δίκτυ του κυνηγού κ' έγραψε 'πάνω στον τοίχο την προφητεία της μοίρας μας. Δεν μπορούμε να την ιδούμε, γιατί είναι μέσα μας. Δεν μπορούμε να την ιδούμε παρά επάνω σε καθρέφτη που να καθρεφτίζη την ψυχή μας. — Είναι η Νέμεσις δίχως τη μάσκα της. Είναι η τελευταία από τις Μοίρες και η τρομερώτερη. Είναι ο μόνος από τους θεούς, που γνωρίζομε το αληθινό του όνομα.
'Σ τον πρόδομο καθήμενον τον ηύρ', όπου κτισμένην 5 'ς ανοικτό μέρος υψηλήν είχεν αυλήν μεγάλην, καλήν, και γύρω ελεύθερην αυτήν ο χοιροτρόφος, ο κύριός του ενώ 'λειπε, των χοίρων είχε κτίσει, εκείνος, και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης, με συρταίς πέτραις, κ' έφραξε μ' αγραπιδιαίς τριγύρω• 10 και πάλους έστησ' έξωθε πολλούς και απ' τα δύο μέρη, πυκνούς, αφού καλά 'κοψε του δρυού την μαύρη φλούδα. και χοιρομάνδραις δώδεκα μες της αυλής τον γύρο έφθειασεν όλαις σύνεγγυς• και εις καθεμιά κλεισμέναις ευρίσκονταν πεντήκοντα χαμόκοιταις γουρούναις, 15 μητέραις• κ' έξω απ' τα μανδριά τ' αρσενικά κοιμώνταν, αλλ' ολιγώτερα πολύ• ότ' οι μνηστήρες θείοι τα δαπανούσαν, επειδή τ' ολόπαχο θρεφτάρι έστελνε καθημερινά 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος. και τότ' εσώζοντο απ' αυτούς όλοι τριακόσοι εξήντα• 20 σιμά τους σκύλοι ωσάν θεριά τέσσαρες επλαγιάζαν, 'π' ανάθρεψε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων. κ' εκείνος εις τα πόδια του προσάρμοζε πεδούλια, κόβοντας δέρμα βώδινο, 'που 'χε λαμπρό το θώρι• οι αλλ' είχαν πάγει εδώ κ' εκεί με ταις κοπαίς των χοίρων, 25 οι τρεις, αλλά τον τέταρτον 'ς την πόλιν είχε στείλει μ' ένα θρεφτάρι στανικώς των αυθαδών μνηστήρων, όπως το σφάξουν κ' ευφρανθή 'ς τα κρέατα η ψυχή τους.
Πήγε να μπήξη τις φωνές εκείνη. Ο Βαγγέλης της έφραξε το στόμα με το χέρι, μα έτρεμε ολόσωμος κ' εκείνος. Δεν τον περιμένανε τόσο γρήγορα. — Τι κάνεις εκεί; Για το Θεό! τσιμουδιά! Ζυγώσανε κ' οι δυο στο κρεββάτι. Ο άρρωστος άνοιξε τα μάτια του θολά και σαστισμένα σαν να μην ήξερε πού βρίσκεται — Δε γνωρίζει!... άσπρισε το μάτι του!... — Αλλοίμονο! Δυστυχία μου!
Ο παππά Συνέσιος επροχώρησε για να μιλήση, μα τον αποπήρε ο δήμαρχος με δυνατή φωνή. — Τι τέχνες είν' αυτές που κάνετε; — Δεν είνε τέχνες, είπεν ο γούμενος· είνε γάμος! — Θα το ιδούμε τώρα. Ο παππά Κρητικός εζήτηξε να γλυστρήση να φύγη, μα του έφραξε το δρόμο ο ειρηνοδίκης — Στάσου, παππά, να μάθωμε την αλήθεια, είπε. Τότ' επροχώρησε ο γέρω Μουρούπας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν