United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μιλώντας έτσι ζυγώσανε στο Πόρτσμουθ· πλήθος κόσμου είχε γεμίσει την παραλία και παρατηρούσε με προσοχή έναν άνθρωπο πολύ χοντρό γονατισμένο, με τα μάτια δεμένα, πάνω στη γέφυρα ενός πλοίου του στόλου· τέσσερις στρατιώτες, τοποθετημένοι απέναντί του, του τραβήξανε καθένας τρεις σφαίρες στο κρανίο, με τον πιο γαλήνιο τρόπο του κόσμου· κι' όλος ο συναθροισμένος λαός γύρισε σπίτι του ικανοποιημένος.

Σαν είδανε την πιστικιά ζυγώσανε να τη ρωτήσουν πούθε βγαίνει ο δρόμος. Αστροπελέκι έπεσε μπροστά τους. Θαμπώσανε τα μάτια τους. Στο λαιμό της πιστικιάς είδανε τα μαργαριτάρια της βασίλισσας. Η κλέφτρα δεν ήθελε να μαρτυρήση. Έλεγε πως τα βρήκε μέσα σε μια ρεματιά, στη ρίζα ενός πλάτανου. Και σαν της πήρανε το θησαυρό άρχισε τα κλάματα και τα παρακαλετά.

Μοσχαδώ, Μοσχαδώ! βογγούσε με βραχνιασμένη φωνή.. Δυο ανθρώποι ζυγώσανε τρομαγμένοι. — Μωρέ τ' είν' εδώ; Ποιος βογγάει; — Κανένας λαβωμένος! είπε ο ένας στον άλλον. Ο ένας άναψε ένα σπίρτο κ' έσκυψε να δη. Σαν έφεξε και είδε, έβαλε τα γέλια. Σήκωσε το χέρι και φασκέλωσε: — Εσύ 'σαι, Μπαρμπα-Δημητρό; Μπα, κακό χρόνο νάχης! Και τραβήξανε το δρόμο τους. Πρωί-πρωί πήγα να τον δω στη φυλακή.

Και σα ζυγώσανε οι στρατοί με τ' άρματα στα χέρια, κουντρούν τομάρια και σπαθιά, κουντρούνε παλικάρια χαλκοπλισμένα, και κοντά κοντά οι αφαλωμένες είτανε ασπίδες, κι' άναψε μια ταραχή μεγάλη. Και κλάμα ακούς και παίνεμα αντάμα αντρών που σφάζουν 450 και σφάζουνται, κι' η γης παντού στο αίμα κολυμπούσε.

Έγινε σφαγή φοβερή· πήραν ξεφρενιασμένοι τους δρόμους και ζυγώσανε στο Παλάτι. Σαν τα είδε αυτά η Ευδοξία, τρέχει στον Αρκάδιο, προσπέφτει στα γόνατα του, και του μολεγεί πως άλλον τρόπο δεν έχει παρά να γυρίση ο Χρυσόστομος πίσω. Αρίθμητα πλοία και βάρκες, κατασκέπασαν αμέσως το Βόσπορο, ξεκινώντας να συνοδέψουν τον Πατριάρχη.

Κι' ο Γλάφκος, τ' Απολόχου ο γιος, κι' ο άσκιαχτος Διομήδης, μαζί στη μέση των στρατών να χτυπηθούνε ορμούσαν. 120 Και σα ζυγώσανε σιμά με τ' άρματα στα χέρια πρώτα ο Διομήδης άνοιξε το στόμα να μιλήσει «Και πιος, ασίκη μου, είσαι εσύ απ' τους θνητούς αθρώπους; Τι πριν δε σ' είδα εγώ ποτές στη δοξοδότρα μάχη.

Πήγε να μπήξη τις φωνές εκείνη. Ο Βαγγέλης της έφραξε το στόμα με το χέρι, μα έτρεμε ολόσωμος κ' εκείνος. Δεν τον περιμένανε τόσο γρήγορα. — Τι κάνεις εκεί; Για το Θεό! τσιμουδιά! Ζυγώσανε κ' οι δυο στο κρεββάτι. Ο άρρωστος άνοιξε τα μάτια του θολά και σαστισμένα σαν να μην ήξερε πού βρίσκεταιΔε γνωρίζει!... άσπρισε το μάτι του!... — Αλλοίμονο! Δυστυχία μου!

Εκείνος όμως μήτε τρίχα δεν άλλαξε, παρά μεταγύρισε στους δικούς του στα 471, δίχως μήτε τόνομά του να ξέρη να γράψη· κι όσο για έχτρα με τους δικούς μας, μεγάλωνε με τον καιρό αντίς να λιγοστεύη. Άμα πήγε στα λημέρια του άρχισε τους πολέμους και τα γιουρούσια. Κυρίευαν χώρες και πήγαιναν· ως τη Θεσσαλονίκη ζυγώσανε.