United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μακάρι, άξιος ο μισθός σας, είπε και η θειά τ' Αρετώ. Ο Αγκούτσας δεν ήτο ιδιοκτήτης ποιμνίων, ούτε γεωργός, ούτε καν βοσκός, ούτε οικίαν είχε, ούτε φαμιλιάν. Ήτο πλάνης, άστεγος. Πότε εδούλευε με ημεροκάματον σιμά εις τους κολλήγους, τους καλλιεργητάς, πότε έμβαινε παραγυιός εις τους βοσκούς, διά να φυλάγη τας αίγας.

Μόνον ένας γείτονας, ο κυρ Μικέλης ο Φλουδάκης, πέρασε το χέρι του απ' το παραθυράκι και μου έρριξε δέκα σβάντζικα. Εγώ του φώναζα να μου φέρη νερό. Αλλά μου είπε, δεν είχε, κ' έφυγε. Ή δεν είχε αληθινά, ή φόβος τον έπιασε και δεν ήθελε ν' αργοπορήση σιμά μου, μην κολλήση. Καλά και τα δέκα σβάντζικα. Λεφτό δεν είχα.

Έλουσε τον Τηλέμαχον ωστόσο η Πολυκάστη καλή κόρ' υστερόγενη του Νέστορα Νηληάδη• 465 και άμα έλουσέ τον κ' έχρισεν εκείνη με το λάδι, και μ' εύμορφο τον ένδυσε φόρεμα και χιτώνα, απ' τον λουτρόν ωσάν θεός εβγαίνει και καθίζει, αυτού σιμάτον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων.

Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, 290 σκυλί κειτάμεν' ώρθωσε τ' αυτιά και το κεφάλι, ο Άργος, οπ' ο αδάμαστος ανάστησε Οδυσσέας, αλλά δεν τον εχάρηκεν ότ' είχε αναχωρήσειτην θείαν Ίλιο πρότερα•άλλους καιρούς οι νέοι, λαγούς, ζάρκαδ', αγριόγιδα, να κυνηγούν, τον παίρναν• 295 τώρ' οπ' ο κύριος έλειπεν, έμεν' απορριμμένοςτην πολλήν κόπρον, οπ' εμπρόςτην θύραν εσωρεύαν βωδιών και αλόγων άφθονην, κ' έπειτ' αυτούθε οι δούλοι την σήκοναν κ' εκόπριζαν τους κήπους του Οδυσσέα. ο Άργος αυτού κείτονταν σκυλόψειραις γεμάτος• 300 αλλά τότ', άμ' ενόησεν εγγύς τον Οδυσσέα, την ουρά κίνησε, τ' αυτιά χαμήλωσε και πλέον να πα δεν είχε δύναμι σιμάτον κύριόν του. τούτος εστράφη, εσφόγγισε το δάκρυ, κ' εφυλάχθη από τον Εύμαιον εύκολα, κ' ευθύς τον ερωτούσε• 305 «Εύμαιε, τι σκύλος θαυμαστός και κείτεταιτην κόπρο! το σώμ' έχει ωραιότατον, αλλ' ήθελα να μάθω εάν με αυτήν του την ειδή και γοργοπόδης ήταν, ή από τα τραπεζόγλειφα σκυλιά, 'που συνειθίζουν οι κύριοι χάριν ευμορφιάςτα σπίτια τους να τρέφουν». 310

Ας πασχίσωμεν το λοιπόν να εύρωμεν το μέσον διά να ομιλήσωμεν με τον ίδιον Ορμώζ, και ας τον ιδούμεν από σιμά, και ας εξετάσωμεν με επιμέλειαν τα έσωθεν της καρδίας του, διά να έβγωμεν από την περιέργειάν μας.

Αντίθετά της τρέχει 20 κι' ο γιος του Δία, ο σκοπεφτής Απόλλος αφρισμένος ψηλά απ' το κάστρο, κι' ήθελε τους Τρώες να νικήσουν. Κι' έσμιξαν στην οξά σιμά, και πρώτος είπε ο Φοίβος «Τι ήρθες ξανά οχ τον Έλυμπο με τόση φρένια πάλι, του Δία κόρη, κι' η τρανή σε φτέρωσε καρδιά σου; 25 Ξέρω, ζητάς των Αχαιών μονοδοξάστρα νίκη να δώκεις· τι δα αν χάνουνται και Τρώες, δε σε μέλει.

Αυτά 'πε, και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά 'μιλήσει. και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους, τότε καθείςτα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν. αλλ' έμενε εις το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, 230 κ' η Αρήτη και ο θεόμορφος Αλκίνοος σιμά του καθόνταν και απ' την τράπεζα παίρναν τα σκεύ' η κόραις•αυτόν επρωτομίλησεν η Αρήτ' η λευκοχέρα, ότ'είδ' αυτή κ' εγνώρισεν ευθύς το επανωφόρι, και τον χιτώνα, ενδύματα λαμπρά, 'που τα 'χε κάμει 235 αυτή με ταις γυναίκαις της• κ' είπετον Οδυσσέα• «Ξένε, το εξής πρώτον εγώ θα σ' ερωτήσω• ποίος είσαι; από πού; τα ενδύματα τούτα ποιος σ' έχει δώσει; δεν λες 'που θαλασσόδαρτος εβγήκες εδώ πέρα

Τότε αυτός άπλωσε και επήρε δύο τριαντάφυλλα, έπειτα μου είπε να καθήσω σιμά του, και υπακούοντάς τον άρχισε να μου κάνη πολλές αναζήτησες, και να με ερωτά πώς ονομάζομαι, και πόθεν είμαι.

Εκεί σιμά τους χρόνια εννιά πολλά 'φτιανα στολίδια400 θηλύκια, χρυσολούλουδα, γιορντάνια, σκουλαρίκιαμες στη σπηλιά την κουφωτή· και τ' αφρισμένο κύμα με μουρμουρίσματα έτρεχε τριγύρω φουσκωμένο. Μηδ' άλλος τόξερε θεός μηδέ θνητός κανένας, μόνη η Βρυνόμη τόξερε που μ' έσωσε κι' η Θέτη. 405 Αφτή μας ήρθε τώρα εδώ, και να η στιγμή κι' εμένα ότι χρωστώ που μ' έσωσε ναν της πλερώσω τώρα.

Όταν λοιπόν εξημέρωσε και ανέτειλεν ο ήλιος, εκρύφθησαν όλοι οι δράκοντες· τότεν εγώ έλαβα θάρρος και εβγήκα από το σπήλαιον, αλλ' όλος φοβισμένος και επατούσα επάνω εις τα πολύτιμα πετράδια χωρίς να έχω καμμίαν όρεξιν δι' αυτά, αλλ' επειδή εκακονύκτησα άυπνος αποκοιμήθηκα καθήμενος εις τον ίσκιον μιας πέτρας· και αφού αποκοιμήθηκα ολίγον, εις τον ύπνον μου ήκουσα ότι έπεσε κάποιο πράγμα σιμά μου με μεγάλον κρότον και ξυπνώντας βλέπω εκεί ένα μεγάλο κομμάτι κρέας νωπόν και έμεινα εκστατικός διά το αιφνίδιον φαινόμενον και θεωρώντας ως τόσο εκείνο βλέπω να πέφτουν και άλλα κομμάτια κρέας παρόμοια με μεγάλην ορμήν από την κορυφήν εκείνων των βράχων εις διάφορα μέρη.