United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότ' ήλθαν αυτού Φοίνικεςτην θάλασσ' ακουσμένοι, 415 πανούργοι, κ' είχαν άπειρα στολίδιατο καράβι. ήταν γυναίκα Φοίνισσατο σπίτι του πατρός μου, ωραία, μεγαλόσωμη, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα. εκείνην εξεγέλασαν οι Φοίνικες οι πλάνοι• και κάποιος πρώτα, ενώ 'πλαινε σιμά ς' το κοίλο πλοίο, 420 μ' αυτήντο γλυκαγκάλιασμα ευρέθη της αγάπης, οπού και την καλόπρακτη γυναίκα ξεγελάει. την γενεά της έπειτα και την πατρίδα ερώτα• κ' εκείνη του εφανέρωσε το πατρικό παλάτι• «είμαι από την πολύχαλκη Σιδώνα, κ' είμαι κόρη 425 του Αρύβαντα, 'που θησαυρούς το σπίτι του επλημμύρα. αλλ' εμέ Τάφιοι λησταίς μ' ευρήκαν και μ' αρπάξαν, ως γύριζ' απ' την εξοχή, κ' εκείθε' μ' επεράσαντου ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός μ' έχει αγοράσει».

Δεν θέλεις είσαι πλέον χωρισμένος από την Δηλαράν· θέλεις ζήσει με αυτήν εις την αυλήν μου και θέλεις έχει τον τόπον που είχες εις την Καρακοράν σιμά εις τον βασιλέα Μουργάν.

Αγαπούσε πολύ να τρέχη, να χαζεύη και να μην υπακούη. Όταν δεν ευρίσκετο εις τους αιγιαλούς, κυνηγών καβούρια εις τα θαλάμια ή μικρά χταποδάκια εν καιρώ γαλήνης εις τα ρηχά, έτρεχεν εις τα Κοτρώνια, άνωθεν της συνοικίας, επί του βραχώδους λόφου, όπου ήτο κτισμένον, σιμά εις τον ναΐσκον του αγίου Νικολάου, υψηλά εν απόπτω, το σπιτάκι των. Εκυνηγούσε τας φωλεάς.

Μα το να πάω μαζί σου εγώ, μετά χαράς πηγαίνω· μα κι' άλλους ας σηκώσουμε, το μαχητή Διομήδη με το Δυσσέα, του Οϊλιά τον Αία, και το Μέγη. 110 Μα ας τρέξει, αν έχεις άθρωπο, κι' αφτούς να κράξει ακόμα, τον άρχοντα το Δομενιά, τον Αία του Τελαμώνα· τι αφτών στην άκρη βρίσκουνται μηδέ σιμά τα πλοία.

Και ο βασιλεύς της Κίνας της είπε· παρηγορήσου, ω κυρά, ότι οι δυστυχίες σου εφθασαν εις την ακμήν, και, δεν πρέπει να αμφιβάλλεις ότι η τύχη έως τέλους δεν θα μεταβληθεί και εις ευεργετικήν, και άκουσον τι λέγει ένας ποιητής μας. Οπόταν ένα πράγμα φθάνη εις την ακμήν της τελειότητος είνε σιμά εις την ακμήν της φθοράς.

Ετούτο λοιπόν είνε το θλιβερόν αίτιον που συγχίζει την ανάπαυσιν της ζωής μου· ώστε όσον δυστυχής και αν είμαι χρεωστώ ακόμη να ευχαριστήσω τον Ουρανόν που ο Αβικένας δεν μου άρπαξε την Ρετζίαν, για να με υστερήση τελείως από αυτήν, και παρηγορούμαι καμμίαν φοράν, βλέποντάς την από μακρόθεν· ειδέ από σιμά είδετε την μεταλλαγήν που κάνει.

Ο Αλκίνοος τούτ' ως άκουσεν από το χέρι επήρε αμέσως τον πολύγνωμον ανδρείον Οδυσσέα, και απ' την γωνίστρατο θρονί τον κάθισεν, απ' όπου σήκωσε τον Λαοδάμαντα, τον ανδρικόν υιόν του, 170 οπού σιμά του εκάθιζε, τον πολυαγαπημένον. και νίψιμο η θεράπαινα φέρει και από προχύτην του χύνει, εύμορφον, χρυσόν, εις αργυρή λεκάνη, για να νιφθή• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός του• η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, 175 και απ' όσα φαγιά φύλαγεν, άφθονα του προσφέρει. έτρωγεν ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας• και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα• «Ποντόνοε, συγκέρνα εις τον κρατήρα το κρασί, και μοίρασέ το εις όλους ολόγυρα, όπως κάμουμε σπονδαίς του βροντοφόρου 180 Διός, οπού τους σεβαστούς ικέταις συνοδεύει».

Πηγαίνουν τότες και βρίσκουνε δυο τάγματα Γαλάτες και τους καταπείθουν κι αυτούς με μεγάλα ταξίματα να μπούνε στη συνωμοσία. Μαζεύουνται μια πρωινή σιμά στα λουτρά της Αναστασίας, και φορεμένος πορφύρα ο Προκόπιος παρουσιάζεται σαν αναστημένος Λάζαρος μέσα στην Πόλη. Λέγουν πως έτρεμε τότες από το φόβο του, μα οι στρατιώτες τον αποδέχουνταν αλαλάζοντας.

Για αφτό αφρισμένοι οι Δαναοί κι' οι Τρώες το καράβι ένας τον άλλο από κοντά βαρούσαν, κι' απ' αλάργα δεν καρτερούσαν δοξαριών ρηξές και κονταριώνε, Μον έστεκαν σιμά σιμά, κι' οι δυο τους μ' ίδιο πάθος, 710 και με μπαλτάδες κοφτερούς χτυπιόντουσαν κι' αξίνες και με θεόρατα σπαθιά και δίστομες μαχαίρες.

Ραψωδία Ζ Εκεί τότε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας κοιμώνταν, από κούρασμα κι' αγρύπνια νικημένος. κ' η Αθήνη επήγε εις τον λαόν και πόλιν των Φαιάκων, 'πού πρώτα εις την ευρύχωρην Υπέρειαν εκατοίκαν, σιμάτο υβριστικώτατο το γένος των Κυκλώπων, 5 'που ανώτεροιτην δύναμιν εκείνους αδικούσαν. εκείθεν ο θεόμορφος Ναυσίθοοςτην Σχερία τους πήρε κ' έστησε, μακράν των ευρετών ανθρώπων. με τείχη πόλιν έκλεισεν, έκτισε κατοικίαις, και ναούς έκαμε θεών, κ' εμοίρασε τους τόπους. 10 αλλάτον Άδη ο θάνατος εκείνον είχε πάρει, και ο Αλκίνοος εβασίλευε, 'που γνώσιν είχε θεία.