Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Ο βασιλεύς Βεδρεδίν δεν ημπόρεσε να υποφέρη που να μη γελάση επάνω εις τους στοχασμούς του Σεήφ, και ακολούθησε να γελά οπόταν είδεν έναν μεγάλον αριθμόν από καμήλια και άλογα, που ευρίσκοντο εις ένα κάμπον και σιμά εις αυτά είδε πολλές τέντες, υποκάτω εις τες οποίες ήτον πολλότατοι άνθρωποι που έτρωγαν και έπιναν.

Μα σιμά σ' αυτό λέγουν ακόμα οι θεολογικοί ιστορικοίτης Δύσης όμωςπως οι πιο σπουδαιότεροι λόγοι που δίνουν τα πρωτεία στη Ρώμη είναι πως ο Απόστολος Πέτρος, ο καθαυτό ιδρυτής της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, είταν πρώτος μέσα στη χορεία των Αποστόλων και πως στα πρώτα πρώτα χρόνια όλος ο χριστιανικός κόσμος κατά τη Ρώμη κοίταζε, και κείνηνα τιμούσε πιώτερο παρά πάσα άλλη Εκκλησία.

Συχνά τον Ήλιο τώρα Όχι ο καϋμός του κυνηγιού, άλλος καϋμός τον φέρει 'Στού Απάνου-Κόσμου τα βουνά. Κάθε λαγκάδι τώρα Και κάθε δάσος που περνά δεν τα 'ρωτά για αγρίμια, Ρωτά για την αγάπη του, την μαυρομμάτα κόρη. Κι' όταν 'ςτόν τόπο της περνά και ροβολά 'ςτή βρύση Πάντα την βρίσκει μοναχή, και κάθεται σιμά της, Και πίνει από τα χέρια της το κρύο νερό της βρύσης. Πέρασαν μήνες, πέρασαν.

Γκρεμίστηκε κι' αφτός σιμά στη ρόδα του οχ τ' αμάξι χάμου, και μύτες στόματα κατάγδαρε κι' αγκώνα. 395 Δίπλα ο Διομήδης μέριασε, και βάρα βάρα τ' άτια 398 απ' τους λοιπούς πολύ μπροστά ξεπέταξε, τι θάρρος έβαλε στ' άλογα η θεά και τούδωκε τη νίκη. 400 Δέφτερος πίσω του έτρεχε ο καστανός Μενέλας. Τότε έκραξε ο Αντίλοχος στο γονικό ζεβγάρι «Ομπρός κι' εσείς στα τέσσερα με δρασκελιές μεγάλες!

Και κάθου, και σιώπαινε·τον λόγον μ' υποτάξου· Μήπως και όλοι οι θεοί, όσοιτον Όλυμπό 'ναι, Δεν σ' ωφελήσουν παντελώς, σιμά ανίσως έρθουν, Οπόταν βάλ' επάνω σου τ ανίκητά μου χέρια. Έτσ' είπε· κ' εφοβήθηκεν η δοξασμένη Ήρα. Και σιωπώντας κάθησε, σφίγγοντας την καρδιά της.

Και ομοίωςόλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθητο σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας. και άδολην ως εγνώρισε την γνώμην των εκείνος, 205 το στόμα πάλιν άνοιξεν, ωμίλησέ τους κ' είπε· «Έφθασα, ιδού με, αυτός εγώ, 'που, αφού πολλά 'χω πάθει, ήλθα τον χρόνον εικοστόντην γη την πατρική μου. ξεύρ' ότι από τους δούλους μουεσάς τους δύο μόνον έφθασα περιπόθητος· ουδ' άκουσα απ' εκείνους 210 κανέναν άλλον να ευχηθή να φθάσωτην πατρίδα. και ό,τι θα γείνη αληθινάεσάς θα φανερώσω· αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, του καθενός τότε από σας εγώ θα δώσω νύμφην, κ' εδώ σιμά μου κτήματα και ωραία κατοικία, 215 και φίλοι θάσθε και αδελφοί του υιού μου Τηλεμάχου, κ' ιδού, σημάδι φανερό τώρ' άλλο θα σας δείξω, να με καλογνωρίσετε, να μη διστάζη ο νους σας, το λάβωμ' οπού μ' άνοιξε με λευκό δόντι χοίρος, 'ς τον Παρνασό, 'που τα παιδιά με πήραν του Αυτολύκου». 220

Κάμε το σταυρό σου, Κεριάκο, γιατί μας έρχεται μεγάλο θανατικό. Κατέβηκε η Αγιά Μαρίνα στον ύπνο μου και μου το φανέρωσε. Κερ. Τη χάρη της νάχουμε! Τι 'νε τούτα που ακούγω! Νά γιατί με ξεκούφανε απόψε κι ο σκύλος! Τα παιχνίδια περνούσαν, κι αυτός δος του κι ούρλιαζε, όλο ούρλιαζε. Έσκυψε κ' η κόρη μου να πάρη την αληκάτη της, και τι να δη σιμά στο λυχνάρι!

Αυτά 'πε, κ' εξαπλώθηκε• τ' ανάσκελα πεσμένος τον παχύν σβέρκον έγυρετο πλάγι• ωστόσ' ο ύπνος τον έπιανε ο πανδαμαστής• και απ' το λαρύγγι εβγαίναν κρασί και ανθρώπιναις χαψιαίς, 'ς την μέθη του ως εξέρνα• και τον λοστό τότ' έχωσατην αναμμένη στάκτη 375 να πυρωθή, κ' εμψύχονα με λόγους τους συντρόφους όλους, μη κάποιος απ' αυτούς δειλιάση και μου φύγη• αλλ' ότ' ο ελάινος λοστός αστράφτοντας εφάνη ότι θ' ανάψη, αν και χλωρός, απ' την φωτιά τον πήρα εγώ σιμά, κ' εστέκονταν τριγύρω οι σύντροφοί μου• 380 αλλά την τόλμην έπνευσεεμάς δύναμις θεία. κ' εκείνοι ως πήραν τον λοστό τον σουβλερό, 'ς το μάτι τον έμπηξαν, και πάλι εγώ τον άμπωθ' απ' επάνω, τον έστρεφα ως ο ξυλουργός τρυπά δοκάρι πλοίου με τρύπαν', οπού με λουρί δεμένο από δυο μέρη 385 άλλοι αποκάτω το κινούν, κ' εκείν' όλο γυρίζει•το μάτι εκείνου όμοια κ' εμείς το πυρωμένο ξύλο γυρίζαμε και τον δαυλόν περίβρεχε το αίμα. και όπως η κόρη εκαίονταν ο αχνός καψάλισ' όλα, βλέφαρα, φρύδια, καιτα πυρ κροτούσαν μέσα η ρίζαις. 390 και ως ότε σκέπαρν' ο χαλκηάς ή και τρανήν αξίνα βυθίζεις το ψυχρό νερό, κ' εκείνη αχολογάει, και βάφεται, 'που η δύναμις αύτ' είναι του σιδήρου• όμοια τριγύρω εις τον δαυλόν έσιζε αυτού το μάτι. κ' έβγαλε μούγκρισμα φρικτό, που εβρόντα γύρ' ο βράχος, 395 κ' εμείς φύγαμε τρέμοντας, και από το μάτι εκείνος έσυρεν έξω το δαυλίαίμα πολύ βαμμένο. από σιμά του το 'ριξε μακράν, χερομανώντας, και μεγαλόφων' έκραξε τους Κύκλωπαις, οπού 'χαν κατοικιά μέσαταις σπηλιαίς, ς' τ'ανεμισμένα όρη. 400 άκουσαν κείνοι την βοή, κ' εδώθ' εκείθ' ερχόνταν, και γύρω εις τ' άντρο εστέκονταν, και τι τον θλίβει ερώταν• «τι σε λυπεί, Πολύφημε, και τόσην βοή σέρνεις, 'ς την νύκτα την αθάνατη και κόβεις μας τον ύπνο; μη τάχα κάποιος των θνητών τα πρόβατα σου αρπάζει; 405 ή μη φονεύει κάποιος σέ με δόλον ή με βία

Ο νέος έκυψε περιπαθώς και της εφίλησε τα άκρα των δακτύλων της χειρός της, σκεπτόμενος ότι ήτο αθώος, ναι, όπως πολλοί οίτινες κατεδικάσθησαν αδίκως, ως λέγει η ιστορία, εις τον επί της πυράς βραδύν θάνατον. Εκείνη προσέθηκεν αυστηρώς·Αν ήθελα να κάμω τον έρωτα, το σιγουρότερο θα ήτο να μένω σιμά στον μπάρμπα-Μοναχάκη. Απόδειξις ότι δεν θέλω, είνε ότι εκίνησα να πάω πίσω στους γονείς μου.

Είπα, και μ' άσπλαχνη καρδιά μου αντείπ' ευθύς εκείνος• «ω ξένε, ή τ' είσαι ανόητος, ή τ' έρχεσ' από πέρα, 'που να φοβώμαι τους θεούς ή να ψηφώ μου λέγεις• δεν ψηφούν, όχ', οι Κύκλωπες τον Δί' αιγιδοφόρο 275 ουδέ τους μάκαραις θεούς• είμασθ' ανώτεροί τους• ουδ' από φόβο του Διός εσένα ή τους συντρόφους εγώ ποτέ θα λυπηθώ, αν δεν το θέλω ατός μου• αλλά το καλοκάμωτο που άραξες καράβι, εις κάποιαν άκραν ή σιμά; λέγε μου, να το μάθω». 280

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν