Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Εγώ λογιάζω πως οι λαβωματιές μου να μη είναι θανατηφόρες· φύλαξε την ζωήν μου· και σου τάσσω ότι δεν ήθελες το μετανοήσει. Τότε εγώ έσχισα εις κομμάτια το δέμα του φακκιολιού μου και ένα υποκάμισο που είχα, και αφού της έδεσα τες πληγές μού είπε. Σε παρακαλώ λάβε ακόμη την καλωσύνην και φέρε με εις την χώραν, που είνε εδώ σιμά, και εκεί βάλε με εις κανένα σπήτι διά να αναπαυθώ.

Και δεν τους άφησε μήτε από χτίρια απαρηγόρητους, μήτε από μνημεία· παρά και την Αθήνα στόλισε, και τη Νεάπολη έχτισε σιμά στ' Άχτιο, και την Πάτρα μεγάλωσε, τέλος και στα «συσσίτια» της Σπάρτης κάθισε κ' έφαγε.

Παράξενος μουστερής! διενοήθη ο Γύφτος. — Εγώ θα είμαι εδώ σιμά, είπεν ο ξένος, και θα έρχωμαι να βλέπω πώς πάγει η εργασία. Πειράζει τούτο; — Όχι. — Και εν τω μεταξύ θα γνωρισθώμεν καλλίτερα. — Πιστεύω. Αφού είσαι τόσον καλοπληρωτής. — Έχω συνήθειαν να πληρόνω καλά, είπεν ο ξένος. Φρονώ ότι η εργασία πρέπει ν' ανταμείβηται.

Εγώ έπιακα έναν παχύν ίσκιο βαλανιδιάς, σιμά σε παλιόν ξερότοιχο χωραφιού, έστρωσα της καβάλας μου τη φλοκωτή βελέντζα καταγής 'ςτ' απάτητα ξηρόχορτα, έβαλα προσκέφαλο το δισάκκι μου το τράγιο, και χωρίς να βγάλω ούτε φόρεμα ούτε τσαρούχια, ξαπλώθηκα τ' ανάσκελα σκεπασμένος μ' ένα λαφρό κοντοκάπι.

Σιμά εις τούτο κατεγίνετο ο άθλιος και εις την μαγείαν, και εδίδασκε τους πιστούς του πώς να ομιλούν με τους δαίμονας, προσκαλώντας με ασεβή και ανόσια μηχανήματα από τα κατώτατα του Άδου τους πονηρούς δαίμονας, να παρουσιάζονται ολοφάνεροι εμπρός εις τα όμματά τους και να συνομιλούν αναμεταξύ τους ως πιστοί φίλοι.

Έτσι είπαν. Κι' ο καταχτητής σηκώθηκε Δυοσέας, το χρυσοκέντηνο ραβδί κρατώντας· και σιμά του του Δία η κόρη η Αθηνά, μ' όψη σα νάταν κράχτης, 280 φώναζε του λαού σωπή να κάνουν, για ν' ακούσουν όλοι το λόγο οι Δαναοί, κι' οι μπροστινοί κι' οι πίσω, και τη βουλή του βασιλιά να δουν, να καταλάβουν.

Εκατοικούσε μετά τον θάνατον του ανδρός της, του συχωρεμένου, εις τον εξοχικόν οικίσκον, σιμά εις το Πυργί, επάνω από την Αγίαν Ελένην, ανάμεσα εις το Κακόρεμμα και εις το Μεγάλο Ορμάνι.

Η Ζεμπρούδα εμβαίνοντας πρώτη εις το κρεβάτι, ο Μουφάκ και η γυναίκα του και η σκλάβες τους ετραβήχθηκαν, και με άφησαν με αυτήν εις εκείνον τον χοντζερέ, εις τον οποίον αφού και ευχαρίστησα τον Ουρανόν διά εκείνο το ευτυχισμένον συναπάντημα, εγδύθηκα, και επλάγιασα σιμά εις το υποκείμενον που αγαπούσα περισσότερον από την ιδίαν μου ζωήν.

Είναι σιμά μεσάνυχτα. Χιόνι πυκνό κι' αγέρας... Το κορφοβούνι περπατεί. Κι' αυτό το έρμο δάσος Ακόμα να μη φαίνεται, να μη μαυρίζη ακόμα; Κάποτε ακούει φουρφούλισμα κλαριού και λέει πώς τωύρε Παρέκει βλέπει ένα κλαρί, κι' άλλα παρέκει ακόμα, Κι' όσο που πάει πληθαίνουνε, ως που είδε ακέρηο δάσος.

Πείνασα, δίψασα, υπόφερα, και είδα από σιμά μέσα στα εργοστάσια κ' εγώ, ένας απλός εργάτης, είδα από σιμά τη μεγάλη καταπίεση, είδα από σιμά τα βάσανα, τις πίκρες, τις αδικίες, τους θανάτους. Είδα από σιμά την αγριότητα, την ατιμία, και μπήκα και γώ, και βουτήχτηκα και γω, κ' έπαθα και γώ.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν