United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάγει και αυτό, είπεν η σακκορράφα. Αλλ' εγώ δεν σαλεύω απ' εδώ. Είμαι πολύ λεπτή· αυτό δα είναι το προτέρημά μου και το καύχημά μου! Και εκάθητο εκεί υπερήφανα, και εσυλλογίζετο τα μεγαλεία της. — Αν μ' έλεγε κανείς ότι εγεννήθηκα από μίαν ακτίνα του ηλίου δεν θα μ' εφαίνετο παράξενον. Είμαι τόσον λεπτή! Και μα την αλήθειαν, νομίζω ότι αι ακτίνες του ηλίου με αναζητούν πάντοτε εδώ κάτω.

Δεν πειράζει. Αυτή μοναχή της φεύγει, και μοναχή της πάλι έρχεται. — Αλλά εγώ την θέλω, επέμεινεν ο Μάχτος. — Και τι την θέλεις; — Θέλω να της πω. — Της λες όταν έρθη. — Και πότε θα έρθη; — Όποτε θέλει. — Λοιπόν, συ ως μητέρα, δεν φροντίζεις δι' αυτήν; — Τι να φροντίσω; — Την αφήνεις και πάγει όπου θέλει;

Μεταξύ των ήτο μία όρνιθα με άσπρα πτερά και κοντά ποδάρια, η οποία έκαμνε πάντοτε τα αυγά της με όλην την τάξιν και ήτο πολύ καθώς πρέπει όρνιθα. Όταν επήδησε και αυτή εις έν ξύλον διά να κοιτάση, εξύσθη με την μύτην της και της έπεσεν έν μικρόν πτερόν. — Πάγει και αυτό, είπεν. Όσον μαδούν τα πτερά μου τόσον ευμορφαίνω. Αυτά τα είπε χωρατά, διότι ήτο πολύ αστεία, αν και πολύ καθώς πρέπει όρνιθα.

Ήτον καιρός οπού κ' εγώ 'φορούσα προσωπίδα, και ήξευρα εις το αυτί μιας νέας να λαλήσω και να ειπώ σιγά σιγά εκείνα που αρέσουν αλλά επέρασ' ο καιρός, επέρασε και 'πάγει. — Καλώς ωρίσατ' άρχοντες. — Αι μουσικοί, λαλείτε! Ολίγον τόπον κάμετε! — Κορίτσια, σηκωθήτε!

Παράξενος μουστερής! διενοήθη ο Γύφτος. — Εγώ θα είμαι εδώ σιμά, είπεν ο ξένος, και θα έρχωμαι να βλέπω πώς πάγει η εργασία. Πειράζει τούτο; — Όχι. — Και εν τω μεταξύ θα γνωρισθώμεν καλλίτερα. — Πιστεύω. Αφού είσαι τόσον καλοπληρωτής. — Έχω συνήθειαν να πληρόνω καλά, είπεν ο ξένος. Φρονώ ότι η εργασία πρέπει ν' ανταμείβηται.

ΡΩΣ Να κι' ο Μακδώφ! — Αι, φίλε μου, ο κόσμος πώς τα 'πάγει; ΜΑΚΔΩΦ Και δεν τον βλέπεις; ΡΩΣ Τους φονείς τους ηύραν τίνες είναι; ΜΑΚΔΩΦ Εκείνοι που εφόνευσεν ο Μάκβεθ! ΡΩΣ Ω Θεέ μου! Και τι καλόν επρόσμεναν; ΜΑΚΔΩΦ Άλλοι τους είχαν βάλλει. — Του βασιλέως τα παιδιά, ο Δοναλβαίν κι' ο Μάλκολμ, κρυφά κ' οι δύο έφυγαν, ώστ' είναι υποψία ότ' είν' εκείνοι ένοχοι. ΡΩΣ Και τούτο παρά φύσιν!

Κι αν είναι ν' αποκοιμηθούν οι νυσταγμένοι, μόλις δουν στην Πόλη χριστιανούς, κι ορθόδοξους μάλιστα, τότε ας πάγει να πνιγεί το Γένος μας στα νερά της Άσπρης θάλασσας. Αρκετά ζήσαμε, κι αν δεν μπορούμε να επιθυμήσουμε τίποτε άλλο, παρά μια βρωμοζωή, καλλίτερα να μην υπάρχουμε.

Σε ηρώτησεν ο πατέρας μου, και είπες ότι είχες πάγει διά ψάρευμα. — Ναι. — Εγώ όμως σε είχα ιδεί που υπήγες, εις την ξηράν και όχι εις την θάλασσαν. — Λέγεις; — Και δεν ηθέλησα να πω τίποτε, διότι δεν μ' έμελε και τόσον. — Ας είνε. — Κατάλαβα όμως ότι δεν λέγεις όλαις ταις φοραίς την αλήθειαν. — Και αυτό γίνεται. — Τώρα θα σ' ερωτήσω κάτι άλλο. — Λέγε.

Αχ Αϊμά! εστέναξεν ο Μάχτος. — Μην κλαις, μικρέ μου. — Πού να είσαι; — Τι είνε πώπαθες, μικρέ μου; έλεγεν η Γύφτισσα. — Η Αϊμά πού πάγει; επανέλαβε δεκάτην φοράν ο Μάχτος. — Διατί κάμνεις έτσι, μικρό μου; Πες τι έχεις. — Κ' εγώ ήθελα να της πω, έλεγεν ο Μάχτος χωρίς ν' απαντήση εις την Γύφτισσαν. — Και τι ήθελες να της πης; — Ήθελα να της πω να φυλάγεται. — Τι να φυλάγεται;

Ο Λαλεμήτρος είνε μεγαλέμπορας, και πάειτην Σύρα, να ψωνίση. Αλλ' οι γείτονες είνε οχληροί πάντοτε, όταν δ' εσχημάτισαν την πεποίθησιν ότι ο Λαλεμήτρος δεν θα επανέλθη, έγειναν αυθάδεις· ήρχισαν να διαδίδωσι πολλά, ότι εμάλωσε με την πενθεράν του, ότι εμουφλούζεψεν, ότι άφησε την γυναίκα του, ότι πάγει πάλιν εις την Αμερική και έλεγον προς την γραίαν μετά σαρκασμού: — Πες αλεύρι;