Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Ο Λαλεμήτρος είνε μεγαλέμπορας, και πάει 'ς την Σύρα, να ψωνίση. Αλλ' οι γείτονες είνε οχληροί πάντοτε, όταν δ' εσχημάτισαν την πεποίθησιν ότι ο Λαλεμήτρος δεν θα επανέλθη, έγειναν αυθάδεις· ήρχισαν να διαδίδωσι πολλά, ότι εμάλωσε με την πενθεράν του, ότι εμουφλούζεψεν, ότι άφησε την γυναίκα του, ότι πάγει πάλιν εις την Αμερική και έλεγον προς την γραίαν μετά σαρκασμού: — Πες αλεύρι;
Πολλοί ολίγοι το ξεύρουν αυτά το μυστήριον. Θα ανοίξη σήμερα να έβγη το μπακαλόπουλο που μένει κλεισμένο κάτω, να ψωνίση λάδι για τα καντήλια της Εκκλησίας που είνε κάτω εις τα υπόγεια με ατελείωτον την λειτουργίαν της, ένα φρικαστικόν πράγμα, καπετάνιο μου, οπού φαίνεται σαν μαρμαρωμένη ζωγραφιά, ακίνητος, ανάγλυπτος. Εγώ απόμεινα χάσκων από το θάμβος.
Κ' η ιδία δεν εξήρχετο ποτέ να κάμη τρία βήματα ως την αυλόπορταν, διά να ψωνίση τίποτε από κανένα γυρολόγον ή μανάβην, χωρίς να κλειδώση καλά την θύραν, και να βάλη το κλειδί εις την τσέπην της.
Κατόπιν όταν επέστρεψεν από την εκκλησίαν, δεν επέρασε από την αγοράν να ψωνίση κανένα ψαράκι, διότι του εφαίνετο ότι όλοι θα τον εκύτταζαν ύστερα από την δεινήν εκείνην φήμην. Και τω όντι απ' έξω από το σπίτι του ήσαν αρκεταί γυναίκες και παιδία οπού τον επερίμεναν με περιέργειαν. Μάλιστα του εφάνη ότι ήκουσεν: — Ο πατέρας του Βρυκόλακα.....
— Θα έχη . . . φτάνει πλεια, νισάφι, τόσον καιρό που μένετε αλιβάνιστοι . . . Ετοιμάσου, κυρά μου, να στολιστής ταχύ-ταχύ να πάμε . . . Ο άνδρας σου θα έστρεψε το δρόμο κ' επήγε σε κανένα καλύβι να βρη κανένα φίλο του . . . ίσως πήγε να ψωνίση τίποτε ξερή μυζήθρα και πρωτογαλιά φρέσκη για αύριο . . . Ησυχάσατε . . . Κι' όπου είνε, θα φτάση.
Οι γονείς του τον επήκουσαν, και παίρνοντάς την ευχήν τους εμείσευσε διά την Κίναν. Φθάνοντας δε εις το Πεκίνον καθέδραν του βασιλείου της Κίνας, επήγε και κατέβηκε εις ένα σπήτι μιας γηραλέας χήρας· και ευθύς που εξεπέζευσεν έδωσε θέλημα της χήρας να στείλη κανένα να πάρη τίποτε διά να φάγη. Η χήρα εν τω άμα έστειλεν ένα παιδίον διά να ψωνίση τα αναγκαία.
— Μα κ' εμείς γλυτώσαμε με το κολύμπι, είπε γελών ο νεώτερος των ναυαγών. — Ναι, γλυτώσατε, δε λέω, επανέλαβεν απτόητος ο χωρικός, μα να ήμουν εγώ . . . με το κολύμπι . . . θα γλύτωνα και το καΐκι . . . Ας είνε, τι σας έλεγα; Α! ναι για τον παραπαππού μου που έχασε τη μαγκούρα του. Την Κυριακή, σαν επήγε στο χωριό να ψωνίση, βλέπει ένα γέρο βαρκάρη κ' εκρατούσε μια μαγκούρα.
Ο Λαλεμήτρος τωόντι ανεχώρησεν ένα δειλινόν, εις Βόλον, με το κόττερον του καπετάν Ηλία, ένα βραδύ και χονδρόν σκάφος, ως τον κυβερνήτην του, αφού απεχαιρέτισε την σύζυγόν του και την πενθεράν του, με χαράν καταφανή, χαράν εμπόρου απερχομένου να ψωνίση, χαράν συζύγου, μετ' ολίγας ημέρας μέλλοντος να επανέλθη.
Πέντε μόνον σακκούλαις αλεύρι της άφησε της Θωμαής εις το μικρό μαγαζάκι του ο Λαλεμήτρος, και μισό σακκί ρύζι· και σ' ένα ζεμπιλάκι έως τρεις οκάδες χαρούπια· και ανεχώρησε. Πάει, λέει, 'ς τον Βόλο, να ψωνίση πράγμα, λέει, με του καπετάν Ηλία το κόττερο. Να ψωνίση αλεύρια, λέει, γιατί εφέτος είνε λαδιά, και οι αργάταις των λαδαριών είνε φαγάδες, λέει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν