Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Αυτός μ' όλον τούτο έκαμε νόμον τρόπον, και στο τέλος ευρέθηκε πλουσιότερος ίσως από τους άλλους συντρόφους. Τα σημειώματά του όλα ψυχαγωγία, και δίχως περιθώρι, κόντευαν πέντε φορτώματα προς 120 οκάδες με το ζύγι. Ήταν επάνω στο κίνημα του γυρισμού του, όταν του ήρθε ένας διαλογισμός, οπού τον έρριψε όχι σε ολίγην ανησυχίαν.

Εις αυτήν αφίνω ακόμη μαζί με την ευχή μου και δέκα οκάδες μετάξι και άλλες τόσες στρημμένο λεπτό μαλλί και όλα τα βαμβακερά νήματα, όσα έχω έτοιμα διά τον εργαλειό». Τον εργαλειό εκείνον η κυρά Διαμάντω τον εκαμάρωνε πάντοτε ως το πολυτιμότερόν της πράγμα· τον είχε λάβει κληρονομίαν από την μητέρα της και εκείνη από την μάμμην της.

Κοντεύει να μας πάρη ο Σεπτέμβρης κ' εγώ δεν έχω ούτε χίλιες οκάδες στο τεπόζιτο. — Μα κ' εγώ έχω κάτι χαραμήδες! είπεν ο Καλέμης· άλλη χρονιά δεν μου έτυχαν τέτοιοι. Φοβούνται από τον ίσκιο τους. Δέκαδώδεκα οργυιές δεν βουτούν παρακάτω. — Στις τριάντα βρίσκεται, καπετάνιε· είπεν ο μαρκουτσέρης εκείνη τη στιγμή, βλέποντας καλά το μανόμετρο.

Θατα πάρουν φέτος τα δέκατα. Χαιρετίσματα, κυρ-Δμάκη! Μου χρωστάς και μισή οκά από πέρσι, που μου πήρες παραπάνω. — Και μένα μια οκά! προσέθηκεν άλλη φωνή. — Και μένα τρακόσια δράμια! — Και μένα τρεις οκάδες! — Και μένα εκατό δράμια! Υπέλαβον συγχρόνως πολλαί γυναίκες.

Ας μ' πήρε πέρσι μισή οκά παραπάν' 'ς το δέκατο, και πρόπερσι άλλη μια οκά και αντιπρόπερσι τρεις οκάδες. Ας μ' πήρε. Δε πειράζει. Ο Θεός πάλι μου τώδωσε φέτος με το παραπάνω. Δόξα νάχη ο Μεγαλοδύναμος. Και συνεμαζεύθη πάλιν η Φουλίτσα, ως γέρων κύκνος εντός του στήθους της και απέμεινεν ως απαισία γλαυξ πάλιν. Ήτο εκ φθόνου; Ποιος ξεύρει; — 'Στον φούρνο, απ' λες, τα λέγανε.

Δεν ήταν και μικρό πράγμα. Όλο το γάλα του να έστυβες, να έβγαζες όλη του την πέτσα πάλι θα εζύγιζε τις δύο οκάδες. Δεν επρόφτασεν όμως να το ξεριζώση ολόκληρο κ' εσηκώθηκεν ορθός, σαν να τον εκέντησε δράκενα. Γιατί απόμακρα είδε να έρχεται όγκος θεότρομος, μαύρος και γιαλιστερός. Το φοβερό σκυλόψαρο εμυρίστηκε το αίμα κ' ερχόταν κατ' απάνω του.

Και εσχεδίαζε μέσα εις της οκάδες του Περιστεράκη το πώς θα πη τον πόνον του εις τον πατέρα. Και εξημερόνετο. Την αυγή πάντοτε ήρχετο, σιγά σιγά, σαν βρεγμένη γάτα, να κοιμηθή. Μεθυσμένος. Σαστισμένος. Διπλήν μέθην, διπλούν σάστισμα. Του έρωτος και του οίνου. Τέλος μετά πολλά λέγει προς τον πατέρα του·Θα μου δώσης το Ξενιώ! Εφαρμακώθη ο γέρων προς το άκουσμα. Τότε εννόησε πλέον τι τρέχει.

Είνε, λέει, 10 δράμια μεγαλείτερο από τες πέντε οκάδες, όπως πρέπει να είνε το μέτρο. — Τόσο καλλίτερα, που είνε μεγαλείτερο. — Ναι μα είνε για σένανε όχι για μένανε. Ο δεκατιστής ιδών ότι η χήρα δεν ηπατάτο, υπέλαβεν: — Ου, καϋμένη κυρα-χήρα, δέκα δράμια μεγάλη δουλειά! — Δέκα από μένα, δέκα από την άλλη.

Το έργον της ελαίας συνεχώς εψεύδετο εις την νήσον εκείνην. Ήνθιζον καλώς αι ελαίαι, κατάλευκοι τον Μάιον, ως χιονισμέναι, έδενεν ο καρπός εύελπις, αλλ' ένας λίβας αίφνης, πνέων τακτικώς τον Ιούλιον, κατέκαιεν αυτόν. Τότε, εις τον καιρόν αυτόν της δυστυχίας, ήτο ευτυχής ο καπετάν-Κονόμος, προκηρύττων διά του κήρυκος: — Μιάμιση οκά αλεύρι, δυο οκάδες λάδι!

Πέντε μόνον σακκούλαις αλεύρι της άφησε της Θωμαής εις το μικρό μαγαζάκι του ο Λαλεμήτρος, και μισό σακκί ρύζι· και σ' ένα ζεμπιλάκι έως τρεις οκάδες χαρούπια· και ανεχώρησε. Πάει, λέει, 'ς τον Βόλο, να ψωνίση πράγμα, λέει, με του καπετάν Ηλία το κόττερο. Να ψωνίση αλεύρια, λέει, γιατί εφέτος είνε λαδιά, και οι αργάταις των λαδαριών είνε φαγάδες, λέει.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν