United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η όρεξις των δύο συντρόφων μου ήνοιξε και την ιδικήν μου, ο δε άρτος και αι ελαίαι του Παντελή και η έμφυτος φαιδρότης της απλοϊκής ψυχής του εστερέωσαν το επί στιγμήν κλονισθέν φρόνημά μου. Εντός ολίγου η συνοδία μας ετέθη εκ νέου εις κίνησιν.

Την χρονιάν εκείνην δεν υπήρχε καρπός ελαίας, διότι αι ελαίαι εκαρποφορούσαν «δευτοροχρονιά». Άλλως, ας ήτο και Κυριακή, εξάπαντος θα ευρίσκομεν ίχνη ανθρώπου εις τα μέρη εκείνα. Κάτω προς τον αιγιαλόν, εις το βαθύ ρέμμα, υπήρχον, ή μάλλον εσώζοντο από παλαιού καιρού, ολίγοι νερόμυλοι, εφθαρμένοι, σχεδόν ερείπια. Ίσως δύο εξ αυτών εδουλεύοντο από καιρού εις καιρόν.

Ο Γιάννος μετεμορφώθη εις αρνίον, αλλά και ούτω ήτο ωραιότατος· το μικρόν προσωπάκι του εξέφραζε πιστώς και τόρα την ειλικρίνειαν του χαρακτήρος του· οι κατάμαυροι ως ελαίαι οφθαλμοί του απέδιδον την αγνότητα της ψυχής του πλήρη· ποτέ η αθωότης δεν αντεπροσωπεύθη τόσον επιτυχώς όσον εν τη μεταμορφώσει εκείνη.

Τώρα, εις τους τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμα και την οικονομικήν στενοχωρίαν, το παράπονον της ξεπεσμένης αρχοντιάς, τας πιέσεις και τας απειλάς των τοκογλύφων. «Το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι!». Επί τέσσαρας εαυτούς ήτον αφορία, αι ελαίαι δεν εκαρποφόρησαν· ο καρπός είχε προσβληθή από άγνωστον ασθένειαν, διά τας αμαρτίας των ιδιοκτητών.

Αριστερά εκινούντο αιδημόνως ως καλημερίζοντα τας τρεις γυναίκας τα ευεργετικά λήια, τα καταπράσινα σπαρτά, αποτελούντα ελαφρότατον μορμυρισμόν ηδύτατον εις την ακοήν. Εδώ κ' εκεί αι ελαίαι εδείκνυον τα λευκά άνθη των «μπαμπάκι μοναχό», εφ' ων επακκουμβώσιν αι ελπίδες και τα όνειρα των κατοίκων. Ω! εις έν άνθος τρυφερόν στηρίζει ο πατήρ το παρόν και η παρθένος το μέλλον.

Και αι ελαίαι από επτά ετών είχον παύσει να καρποφορώσιν, ως να απηξίουν να λιπάνωσι διά του καρπού των τας κεφάλας των αμαρτωλών και τα κλίματα προώρως ωχραινόμενα δεν παρείχον ωρίμους τους οινωπούς βότρυς, αρνούμενα να ευφράνωσι διά του αμβροσίου χυμού των τας καρδίας αναξίων ανθρώπων, και ο ξανθός στάχυς της γης έκυπτε προώρως την μαραινομένην κεφαλήν προς την μητέρα του, ζητών να επιστρέψη ταχέως εις τα στέρνα αυτής, μη θέλων να θρέψη κοιλίας ασεβών ανθρώπων.

Υποκάτω, εντός του καθαρισμένου κύκλου εκάστης ελαίας, σωροί-σωροί εφαίνοντο αι πίπτουσαι ελαίαι, μεγάλαι ως κάρυα, τας οποίας ουχί πλέον ανά μίαν διά των δακτύλων, αλλά πολλάς ομού εσύναζον αι εργάτιδες, πληρούσαι αυτοστιγμεί τα καλάθια και είτα τους σάκκους. — Ως το πάσχα! Έλεγον οι κτηματίαι χαίροντες.

Τρόφιμα άλλα δεν υπήρχον, ειμή ελαίαι και παστά οψάρια. Τ' αμπέλια δεν είχον καρποφορήσει· άγνωστος πρωτοφανής νόσος είχε βλάψει τα σταφύλια. Πού η εποχή εκείνη, καθ' ην παντοίοι κορσάροι, Τούρκοι, Αφρικανοί, Γενοβέζοι, περιεκάθιζον εις το μικρόν παραθαλάσσιον φρούριον, — και όμως οι τότε άνθρωποι ήσαν ευτυχείς χωρίς να το ηξεύρουν!

Περί τον Μαίον, ότε αι ελαίαι, ανθίζουσαι, απλούνται κατάλευκοι εις την πεδιάδα, ως χιονισμέναι, ονάριον παχύ και ζωηρόν, στακτόχρουν, με δύο μαυράδια άνω των οφθαλμών, ως τις ιερός Άπις, περιήρχετο χοροπηδούν εκ της χαράς από ελαιώνος εις ελαιώνα, φέρον επί του μαλακού σάγματός του άνθρωπον, εύμορφα εξυρισμένον, με πλαδαρόν και επίμηκες αμνάδος πρόσωπον, λειότατον ως φουσκωμένον, με δύο οξυτάτους λυγκέως οφθαλμούς υπό τα μαύρον των οφρύων δάσος, καλύπτοντα την κεφαλήν με της πατρίδος του τον καστανόχρουν γεωργούλην και τα νώτα με βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, εν ώ οι πόδες του με τας λευκάς μαλλίνας περικνημίδας εκρέμαντο ακίνητοι με τα μαύρα γεμενιά ως δύο ξηρά ξύλα, ανασυρομένου μέχρι γονάκων του βρακίου.

Και λοιπόν; Δεν πιστεύομεν άραγε ότι κάποτε ανεφάνησαν εις κάποιον μέρος αι άμπελοι, ενώ προηγουμένως δεν υπήρχαν; Ομοίως δε και αι ελαίαι και τα δώρα της Δήμητρος και της Περσεφόνης; Και ότι ο Τριπτόλεμος έγινε καλλιεργητής των τοιούτων; Εις το διάστημα δε που δεν υπήρχαν αυτά, άραγε δεν φρονούμεν ότι τα ζώα, καθώς τόρα, ετρώγοντο μεταξύ των; Αμέ τι;