United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε θεωρώντας εκείνο το νησί, με όλον που ήτον ακατοίκητον, εφαίνετο όμως ένα τερπνότατον περιβόλιον, στολισμένον με πολυποίκιλα δένδρα καρποφόρα, άλλα ανθισμένα, άλλα με τους καρπούς ακόμη πράσινους και άλλα πάλιν φορτωμένα με καρπούς ωρίμους και ωραιοτάτους, και από κάθε μέρος έτρεχον νερά αναβρυστικά και νόστιμα· η θεωρία αυτή του νησιού με παρηγόρησε τρόπον τινά, επειδή ήλπιζον με την τροφήν των οπωρικών και χόρτων να μακρύνω την ζωήν μου, έως που η αγαθή τύχη να οικονομήση κανένα τρόπον σωτηρίας.

Ο Αράξης κατ' άλλοις μεν είναι μεγαλείτερος κατ' άλλους δε μικρότερος του Ίστρου· και ότι είναι εις αυτόν πολλαί νήσοι ίσαι σχεδόν κατά το μέγεθος με την Λέσβον, κατοικούμεναι από ανθρώπους τρώγοντας κατά μεν το έαρ διαφόρους ρίζας τας οποίας ανασπώσιν από την γην, κατά δε τον χειμώνα καρπούς δένδρων τους οποίους είχον δρέψει ωρίμους και εναποταμιεύσει.

Έχων γυμνότητα φράσεως, προσιτήν εις ωρίμους μόνον ανθρώπους, είναι ουχ ήττον κατ' εξοχήν ηθικολόγος. Αι κωμωδίαι του έχουν τόσην γενικότητα και ζωήν, ώστε είναι πάντοτε σύγχρονοι. Οι Όρνιθες αποτελούν σάτυραν της πολιτικής και κοινωνικής διαφθοράς και σκώμμα εναντίον των θεωριών περί νέων πολιτευμάτων.

Γουλιέλμε, έτσι είναι, και δεν μουρμουρίζω· τα άνθη της ζωής δεν είναι παρά φαντάσματα! Πόσα παρέρχονται, χωρίς ν' αφήσουν ουδέ ίχνος! Πόσον ολίγα δίνουν καρπόν, και πόσον ολίγοι απ' αυτούς τους καρπούς ωριμάζουν! Και όμως είναι ακόμη αρκετοί· και όμως — ω αδελφέ μου! — δυνάμεθα να παραμελήσωμεν ωρίμους καρπούς, να τους περιφρονήσωμεν, να τους αφήσωμεν άγευστοι άγευστοι να σαπήσουν;

Εντός αυτού, σιμά εις τ' άλλα δένδρα, υπήρχον και ολίγαι κερασέαι, με καρπούς σχεδόν ωρίμους ήδη και περκάζοντας, μελανωπούς εις την αστροφεγγιάν, ανάμεσα εις τα μαυροπράσινα φύλλα, Ο Ταμπουράς, μη έχων τι άλλο να φυλάξη, επειδή δεν ήτο ακόμη η ώρα των οπωρών ούτε των καρπών, εκοιμάτο εις το περιβόλι του Δημάρχου, εντός μικράς καλύβης με τον σκύλον του, κ' εφύλαγε τα κεράσια, μην τα κλέψουν οι δημόται του άρχοντος.

Και αι ελαίαι από επτά ετών είχον παύσει να καρποφορώσιν, ως να απηξίουν να λιπάνωσι διά του καρπού των τας κεφάλας των αμαρτωλών και τα κλίματα προώρως ωχραινόμενα δεν παρείχον ωρίμους τους οινωπούς βότρυς, αρνούμενα να ευφράνωσι διά του αμβροσίου χυμού των τας καρδίας αναξίων ανθρώπων, και ο ξανθός στάχυς της γης έκυπτε προώρως την μαραινομένην κεφαλήν προς την μητέρα του, ζητών να επιστρέψη ταχέως εις τα στέρνα αυτής, μη θέλων να θρέψη κοιλίας ασεβών ανθρώπων.