United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απ' όλες μας τις ορατές τέχνες αυτή μόνη πλάθει μέσα μας και διάθεση και ιδιοσυγκρασία. Το σκέτο χρώμα, το αμόλυντο από όποιαν έννοια και άσχετο με οποιαδήποτε ωρισμένη φόρμα, μπορεί να μιλήση στην ψυχή κατά χίλιους τρόπους. Η αρμονία που κατοικεί στις λεπτές αναλογίες των γραμμών και των μαζών καθρεφτίζεται στο μυαλό. Οι επαναλήψεις του προτύπου μας δίνουν ανάπαυση.

Χαιρότανε να δίνη κι όταν πλησίαζε με τις πεντάρες του και φαινότανε τόσο ευτυχισμένοςσα να γνώριζε τί σημασία έχει για ένα φτωχό μουσικό να του δίνουν χρήματα για να φάησυχνά έκανε κάποιο μελαψό πρόσωπο να γελά, δείχνοντας τα λευκά του δόντια, και κάποια μαύρα ολάστραφτα μάτια να κοιτάζουνε με χαρά τα γαλανά δικά του. Τώρα όμως κρεμότανε τόσο κουρασμένος και μικρός στην αγκαλιά του πατέρα.

Πόσο ελάθεψεν η φύση Αργοπόδη να σ' αφήση! Τι ανίσως της πατούσαις Σαν τη γλώσσα σου κινούσες, Δε θα ήταν βεβαιό σου, Πεζοδρόμος δεύτερός σου. Α σ έ β ε ι α σ τ ο υ ς Γ ο ν ε ί ς Περίσιο είναι να μου λες Τα ίδια άπειραις βολαίς. Να μου παραπονιέσαι, Και να δικιολογιέσαι, Πώςτου θυμού σου την ορμή, Σου δίνουν πάντοτε αφορμή, Οι άτυχοι γονείς σου, Και πέφτουν στην οργή σου.

Τότε οι δυο υπηρέτριες άρχισαν να κακολογούν τις ξαδέλφες του αφεντικού τους. «Όταν πηγαίνω σπίτι τους, με το δώρο μες στο καλάθι, με υποδέχονται λες και πηγαίνω να τους ζητήσω ελεημοσύνη, ενώ εγώ είμαι εκείνη που τους την πηγαίνω! Δεν βλέπεις τι πρόσωπο πεινασμένου έχει ο Έφις; Είκοσι χρόνια τώρα δεν τον πληρώνουν και τώρα ούτε να φάει δεν του δίνουν.

Και 'ςτά τραγούδια τα πολλά και 'ςτά πολλά τουφέκια, Άλλοι χρυσαίς δίνουν ευχαίς κι' άλλοι καλωτυχίζουν: — Χαρά 'ςτά δυο τα νηόγαμπρα, χαρά και 'ςτούς γονηούς τους! . . . Η ΠΟΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΩΣ κ. Α. Προβελεγγίω Πλέν' η Μαριώ 'στόν ποταμό, πλένει ταις φορεσιαίς της.

Οι φτωχοί κριτικογράφοι υποβιβάζονται, κατά τα φαινόμενα, σε ρεπόρτερ αστυνομίας της λογογραφίας, σε χρονικογράφους των όσα διαπράττουν οι κοινοί εγκληματίαι της Τέχνης. Λένε γι' αυτούς καμμιά φορά πως δεν διαβάζουν πέρα-πέρα τα έργα που τους δίνουν να κριτικάρουν. Και δεν τα διαβάζουν.

Γι' αυτό τους αρέσουν τόσο τα χτίρια που φαίνουνται σαν παντοτεινά κι αχάλαστα, και μπορεί κανείς να γράψει επάνω με χρυσά γράμματα τόνομά του. Κάποτε δίνουν κι άμα τους τύχει κανένα δυστύχημα και γυρεύουν να βρούνε συχώρεση, γι' αμαρτίες. Δε μας μέλει το πώς και γιατί δίνουν, φτάνει που δίνουν και δεν είναι σαν άλλους τσιγκούνηδες.

Κι’ ότι κρατάει κάθε καρδιά στα φύλλα της κλεισμένο... Αν βάνης μες στον κόρφο σου και κατοικούνε φείδια Και μέσα εκεί γεννοβολούν και μέσα εκεί κλωσσούνε Και βγάζουν τα φειδάκια τους και κάνουν τα μικρά τους... Αν έχης τόση δύναμη, και αν έχης τόση γνώση Και να μαγέψης ημπορείς χωριά και πολιτείες, Την αρμυρή τη θάλασσα, τους τέσσερους ανέμους, Τα γαργαροτρεχούμενα νερά και σταματούνε, Τα ψάρια και δεν κολυμπούν, τ’ αλάφια και δεν τρέχουν, Του αγέρια τ’ άγρια πουλλιά και δεν πετούν τ’ αψήλου, Τ’ αηδόνια και βουβαίνονται, τες βρύσες και στειρεύουν, Τ’ αρκούδια κι’ ημερεύουνε, τους λύκους και δεν τρώνε, Τα βλογημένα πρόβατα και λησμονούν τ’ αρνιά τους, Και τα κορίτσια τ’ άσπλαχνα και δίνουν την καρδιά τους, Μάγεψε μου την, Μάγισσα, την άκαρδη παρθένα, Που ξεπερνάει στην ωμορφιά τες Ξωτικές του λόγγου Και τες Νεράιδες του γιαλού, που περπατούν στο κύμα, Να με θελήση γι’ άντρα της, γυναίκα να την πάρω, Και να μην πέσω στον γκρεμό, στην άβυσσο μην πέσω, Να σκοτωθώ παράκαιρα, να λείψω από τον κόσμο.

Την ήθελε όμως την ισότητα όχι πολιτική, παρά μονάχα κοινωνική· βάση της θεωρίας του είτανε να δίνουν οι πλούσιοι στους φτωχούς ένα μέρος. Από τα φυλλοκάρδια του έβγαιναν αυτές οι ιδέες, κι ως τόσο τις έκαμαν κι αυτές αφορμή να τονέ χαντακώσουν.

Τότες κι' άντρας έπεφτε, καν θάχε κι' άντρας σφάξει. 280 Τώρα γραφτό μου απ' άτιμο χαμό να πάω στον τάφο ζωσμένος σε νεροσυρμή, σαν γουρουνιών κοπέλι που σε χαντάκι πνίγεται περνώντας το χειμώναΕίπε, κι' εφτύς ο Ποσειδός κι' η Αθηνά κοντά του πήγαν και στέκουν, με μορφή σαν άντρες, κι' έτσι θάρρος 285 του δίνουν, μες στα χέρια τους τα χέρια του κρατώντας.