United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πέρα στις γωνιές κάθονταν τα τετράδιά του, κιτρινοφυλλιασμένα και σκουντουφλιάρικα, σα μούμιες βασιλειάδων στις γωνιές μιας πυραμίδας. Κοντά του έστεκαν οι βιβλιοθήκες κι απάνω στη μεσανή καθότανε σα Σφίγγα η γάτα του σπιτιού, ακόμα βουτηγμένη στο άγνωστο όνειρό της. Στον τοίχο κρεμότανε το κέντημα της Ελπίδας κ' έλαμπαν πέραδώθε τα χρυσάφια του, σαν διάφανο νερό στα μαύρα χάλαρα λαγκαδιού.

Στο λαιμό του, κρεμότανε από μια χρυσή αλυσσιδίτσα ένα κουδουνάκι, που τόσο χαρωπά, καθαρά, και γλυκά χτυπούσε, ώστε ακούγοντάς το, η καρδιά του Τριστάνου μαλάκωσε, εγλυκάθη, κι' ο πόνος του έλυωσε. Δε θυμώτανε πεια καμμιά από της πίκρες και της δυστυχίες που είχε υποφέρει για τη Βασίλισσα.

Εδώ είταν ερημιά και κρύο, στα κλαδιά των δέντρων φαινόντανε χλωμά ανοιχτοπράσινα σημάδια, που λάμπανε σταχτεροκίτρινα, οι ιτιές είταν γεμάτες χνουδωτά ανθάκια, η χλόη κρεμότανε κάτω από τα ξερόφυλλα κ' οι ανεμώνες, που μέσα στη στεριά είτανε πια μαδημένες, εδώ ανθίζανε λευκογαλάζιες κάτω από τους κλάδους των χαμηλών λεφτοκαριών.

Πότε στον ίσκιο της ταράτσας, πότε δίπλα στο παραγώνι καθόντουσαν οι δυο αγαπημένοι και διάβαζαν ένα με τάλλο τα παλιά χερόγραφα. Κάποτε διάβαζε ο Δημητράκης κι άκουε η Ελπίδα, γνέθοντας τη ρόκα της. Μα τις περισσότερες φορές διάβαζε η κόρη κι άκουε ο νιος. Άκουε και κρεμότανε από τα χείλη της. Οι φράσες κυλούσαν ξάστερες, ζωντανές κι αρμονικές σαν το γάργαρο νερό από τα χείλη μιας βρύσης.

Ο Χαγάνος τα γνώριζε και δεν έδινε πίστη στα λόγια του. Μα δεν το φανέρωνε. Του άρεσε να βλέπη να μακελλοκόβωνται μπροστά του κ' έδινε μάλιστα συντρομή στον αδύνατο για ν' αδυνατίζη ο ισχυρός. Ήξερε πως απ' αυτό κρεμότανε η δική του ζωή. — Καλά, είπε τώρα· καλά τα λόγια που λες μα δε δείχνουν το ίδιο και τα καμώματά σου. Ο Μορφόπουλος ησύχασε τώρα και κυττάει τη δουλειά του. Μα εσύ. ..

Το άφησε με τον καιρό και ήρθε να φιλονεικήση με τους Ευμορφόπουλους για τα πρωτεία. Ήταν αμόρφωτη, άγρια και κακή γενιά· μα σε τούτο κρεμότανε η δύναμή της. Οι αφεντάδες τον κατάλαβαν τον κίντυνο· αντιστάθηκαν όσο μπόρεσαν και δε μπόρεσαν. Πάλαιψαν, ματώθηκαν, στο τέλος όμως νικήθηκαν. Χάθηκε ο πρώτος και καλήτερός τους σε μια συμπλοκή. Οι άλλοι σκόρπισαν εδώ κ' εκεί σε άλλα μακρινά χωριά.

Με μιαν απαντοχή, σα να κρεμότανε όλη η μελλόμενη ζωή μου από τα λόγια της, πλησίασα το αυτί μου απάνω στο στόμα της. Εκεί άκουσα τη φωνή της. Ερχότανε από τόσο μάκρος, όπως δεν άκουσα ποτέ φωνή. Είτανε τόσο αδύνατη, που μόλις μπορούσα να την ξεχωρίσω. Δεν είταν αυτή πια, είτανε το πνεύμα της που μιλούσε.

Χαιρότανε να δίνη κι όταν πλησίαζε με τις πεντάρες του και φαινότανε τόσο ευτυχισμένοςσα να γνώριζε τί σημασία έχει για ένα φτωχό μουσικό να του δίνουν χρήματα για να φάησυχνά έκανε κάποιο μελαψό πρόσωπο να γελά, δείχνοντας τα λευκά του δόντια, και κάποια μαύρα ολάστραφτα μάτια να κοιτάζουνε με χαρά τα γαλανά δικά του. Τώρα όμως κρεμότανε τόσο κουρασμένος και μικρός στην αγκαλιά του πατέρα.

Και μοναχό, ολομόναχο κρεμότανε σε μια προεξοχή του τοίχου το αντίγραφο της εικόνας του Σπάγγεμπεργ, που παράσταινε το θάνατο κ' έκανε τόσο στοχαστικό το μικρό Σβεν, της εικόνας, που την ιστορία της του διηγήθηκε η μαμά πολύ πρωτύτερα από την ημέρα, που έμαθε γι' αυτή ο ίδιος περσότερα παρόσα μπορούσανε να του διηγηθούν οι μεγάλοι. Έπειτα βρισκόταν εκεί κατιτίς άλλο ακόμα.