United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιος ξεύρει τι αλλόφυλους επήγαιναν πάλι να χτυπήσουν, να στήσουν παντοκράτορα σε Ανατολή και Δύση τον τίμιο Σταυρό! Ήταν η αυγή ανοιξάτικη· χαρά Θεού! Φύλλο δεν εσειόταν ουδέ πούπουλο. Η θάλασσα πίχτρα· χαρτί να γράψης απάνω. Στον διάφανο ουρανό επρόσμενες να ιδής καθρεφτισμένα όλα τα νησιά και τ' ακρογιάλια με τα δάση και την πρασινάδα τους.

Ο αέρας του απομεσήμερου μετέφερε μυρωδιές από αρωματικά φυτά και πού και πού κάποια φωνή, κάποιον ήχο μακρινό. Η γαλήνη εκείνη μεγάλωνε την ανησυχία του Έφις. Για πρώτη φορά του φανερωνόταν καθαρά, όπως εκείνος εκεί ο βράχος στο βουνό μέσα στο διάφανο αέρα, το λάθος της πορείας του προς την εξιλέωση. Όχι, δεν ήταν εκείνο που είχε ονειρευτεί.

Ως τόσο άξαφνα, και με τα φτερούγια της αστραπής που τη λένε &Noυ&, από του Κωσταντίνου τη χώρα, την πεντάμορφη σκλάβα, βρεθήκαμε στου Κέκρωπα την ολόχαρη, την αθάνατη την Ακρόπολη. Είναι νύχτα βαθειά, μα το βάθος της λάμπει διάφανο, ξάστερο, καθάριο, αμέτρητο. Λες κι όλου του Άπειρου οι Πλανήτες κ' οι Ήλιοι φανερώνουνται και γλυκοφέγγουν εδώ. Αψηλά, πάντα αψηλά να κοιτάζουμε από τέτοιους τόπους.

Και τα προχτές σαν ήρθε η θεια Ελέγκω μονάχη σου της τόπες. Δεν λέω αλήθεια ; Νά που γελάς κ' η ίδια ! γελάς, έ;! Μα της Βεργινίας το πρόσωπο καθεμέρα γινόταν πιο άσπρο, πιο διάφανο. Κάτι γούβες γαλάζιες φανήκανε στα μηλίγγια. Τα μάτια της από κάτω ήτανε μαύρα προς το μενεξελύ, σα χτυπημένα, τα βλέφαρα με πρισμένους γύρους βυσσινιούς κι αυτά ήταν τα μόνα χρώματα πούχε απάνω της.

Μα εκεί που ο Νίκος έσκυβε αποπάνω της, έξαφνα σήκωσε τόνα χέρι της, το σκελεθρωμένο και διάφανο της χέρι που οι γαλάζιες φλέβες του φεγγρίζανε σαν κάτω από κιτρινισμένο τσιγαρόχαρτο, και με μια δύναμη, αφάνταστη για το σύντριμμα που ήτον, τον έσπρωξε κατάστηθα . . και τούπε με κακία: Φύγε από 'δώ ! μυρίζεις ήλιο !. . αυτά να μου τα βάλης όταν Θα με θάψης-και γύρισε το κεφάλι της απ' την άλλη μεριά.

Πέρα στις γωνιές κάθονταν τα τετράδιά του, κιτρινοφυλλιασμένα και σκουντουφλιάρικα, σα μούμιες βασιλειάδων στις γωνιές μιας πυραμίδας. Κοντά του έστεκαν οι βιβλιοθήκες κι απάνω στη μεσανή καθότανε σα Σφίγγα η γάτα του σπιτιού, ακόμα βουτηγμένη στο άγνωστο όνειρό της. Στον τοίχο κρεμότανε το κέντημα της Ελπίδας κ' έλαμπαν πέραδώθε τα χρυσάφια του, σαν διάφανο νερό στα μαύρα χάλαρα λαγκαδιού.

Σταματήσαμε μπροστά στην καλύβα αποσταμένοι. Ωραία χειμωνιάτικη βραδιά. Η βροχή μας έλουσε όλη την ημέρα. Ο ουρανός απλόνουνταν απάνω από τα δίχως φύλλα κλαδιά των παμπάλαιων δέντρων μ' ένα κρούσταλλο διάφανο, βαμμένο σ' ανοιχτό μπλε.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγε μεταξωτό μαντήλι, Που είταν ψιλό και διάφανο, σα φεγγαριού αχτίδα, Πούχε το χρώμα του χιονιού, του Ήλιου τη λαμπράδα, Μαντήλι μοσκομάντηλο, μαντήλι της αγάπης, Που θάδινε του Κωσταντή, του αρραβωνιαστικού της, Τη μέρα, που θα φόρεγαν τα τίμια τους στεφάνια, Και θα τους βλόγαε ο παπάς με το δεξί του χέρι, Μπρος το Βαγγέλιο το ιερό και μπρος στην Παναγία, Και στον αφέντη το Χριστό και σ’ όλους τους Αγίους.