Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Μου αρέσει εκεί να μένω ορθός και να θωρώ στο φως πλημμυρισμένο τον κάμπο το χλωρό. Τον ήλιο πώς σηκώνει σε αχνό την καταχνιά, τα δάση πώς χρυσώνει και φέγγει στα νερά. Πώς τα πουλιά λαλούνε φαιδρά, πώς καθετί, πώς όλα όσα πετούνε ή δένονται στη γη, φύλλα, φτερούγια, στήθια ανοίγουνε πλατιά για να χαρούνε πλήθια την πρωινή χαρά.
Αρχίζει πάλ' ο γέροντας το πρώτο διάβασμά του, Και μέσ' απώνα σύγνεφο τους έκραξε να ιδούνε Όπου ξεφύτρωνε πουλί πούχε διπλό κεφάλι... Πλατειά φτερούγια ολάνοιχτα. Στη μια την απαλάμη Βαστούσε δίστομο σπαθί και με την άλλη σφίγγει Στεφανωμένονε Σταυρό. Ολόγυρά του αχτίδαις Και ξημερώματα γλυκά, και ξαστεριά και λάμψη...
Όχι πως δεν τάχει αυτός αληθινά εικονισμένα μέσ' στο δικό του το νου· αυτός τα φυλάει μια μορφιά στοιβασμένα. Η δική σου όμως η φαντασία, μια και ταποδεχτή στα φτερούγια της, παίρνει δρόμο και τα κολνάει όπου της κατέβη. Μήτε όπου της κατέβη, παρά όπου το μνημονικό σου τηνε φυσήξη. Ας καθίσω τώρα εγώ κι ας σου παραστήσω, να πούμε, την Κάντανο.
Άρχιζε πάλε και του μάτωνε την καρδιά, και του σπάραζε τα σωθικά η σκληρή, η σφαχτερή, η σιδερένια η φωνή του Δημήτρη. Σα να τόννοιωθε πια πως ελπίδα δεν είχε, πως στη ζωή του αποπάνω ξάπλωσε τα μαύρα και τα διάπλατα της φτερούγια η συφορά και την απόδιωξε την ελπίδα. Του πέρασε μια στιγμή από το νου του ναφήση τον αδερφό του μέσα στο δρόμο και να ξεκόψη. Ναποχωριστή εκείνον παρά την ευτυχία του.
Τι άλλο είταν που την έφερε όλη εκείνη τη συφορά! Έχουμε να περάσουμε βραδιές και βραδιές στο χωριό. Θα πάμε και κει καθώς πήγαμε στην Ακρόπολη. Αγνώριστοι, αθώρητοι, με της φαντασίας τα μαγικά τα φτερούγια. Έτσι θα το σεριανίσουμε, το χωριό. Καλλίτερα ο νους σου να σε φέρνη εκεί, παρά το κορμί σου. Με το κορμί σου να πας, θα σπάσουν τα καλομαθημένα σου πόδια. Πέτρες και πέτρες!
Κι απ' όλα το μεγαλήτερο το βουητό και το πιο ατέλειωτο φωνοκόπι τόβγαζαν οι γυναίκες που μαζεύουνταν κείνη την ώρα στη βρύση απέξω από το χωριό, να νεροκουβαλήσουν. Δαιμονισμένα τσιρίγματα κι ακράτητα γέλοια έπαιρνε στα φτερούγια του ο αέρας και τα σκόρπαγε στις τέσσερες άκρες του κόσμου.
Και πίσω το κορμί γιγάντιο, μελαψό, με τα φτερούγια του ανοιχτά πέρα — δώθε, με την ουρά γοργογύριστη σαν έλικας βαποριού έφευγεν εμπρός και αφροκοπούσαν τα νερά δαρτά και σκοτωμένα στο διάβα του. Τα ψάρια έτρεχαν κοπάδι, έφευγαν με τρελά πηδήματα αισθαντικά στον κίνδυνο και τον χαμό.
Έκλαψε απαρηγόρητη τρεις 'μέραις και τρεις νύχταις. Αράδιασε το λείψανο 'ς ολόχρυσο σιντόνι Κ' εκάλεσε ένα γλήγορο χιονάτο περιστέρι Αθώο, αθώο σαν κι' αυτή, το μόνο σύντροφό της Και το επαράγγειλε πιστά, και τέτοια του 'μιλάει: — Άνοιξε τα φτερούγια σου, μικρό μου περιστέρι, Και θε να πας γι' αγάπη μου σε μακρυνό ταξείδι.
'Σ τη σκοτεινή του φυλακή, γαλανοφορεμέναις, Απλόνουν τα φτερούγια τους κ' επάνωθέ του ανοίγουν Βαθύν απέραντο ουρανό και του τον αστερόνουν Μ' αθάναταις ενθύμησαις, μοσχοβολιαίς του τάφου. Καταίβηκε ο Φιλόθεος με θυμιατό 'ς το χέρι Και λιβανίζει κ' ευλογά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν