United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι αφού είπεν αυτά έκλαψε ο Δάφνης κ' έφερε τους χωριανούς σε μεγάλη ψυχοπόνεση, ως που ο Φιλητάς ο κριτής ορκιζότανε στον Πάνα και στις Νύμφες, ότι δεν έκανε κανένα άδικο ο Δάφνης μα μήτε και τα γίδια του, παρά ο άνεμος κ' η θάλασσα, που άλλους έχουνε για κριτάδες τους.

Δεν τον έκλαψε καθόλου: ούτε κλάμματα, ούτε θρήνους, μονάχα τα μέλη της έγιναν όλα άσπρα και αδυνάτισαν. Η ψυχή της πήρε μια δυνατή επιθυμία να χωριστή από το σώμα. Ο Ρόχαλτ προσπαθούσε να την παρηγορήση. — Βασίλισσα, έλεγε, δεν θα βγη κανένα κέρδος από ένα καινούργιο πένθος.

Κι ο Δάφνης δε μπορούσε νάχη παράπονο για τα λεγούμενα. Επειδή όμως έμενε πολύ πίσω από όσους εζητούσαν τη Χλόη, έκανε το συνηθισμένο στους φτωχούς αγαπητικούς: Έκλαψε και παρακαλούσε πάλι τις Νύμφες να τόνε βοηθήσουν.

Όταν η Ιζόλδη η Ξανθή έμαθε ότι θα την έδιναν γυναίκα σ' αυτόν το θρασύδειλο, πρώτα γέλασε ώρα πολλή κ' έπειτα έκλαψε.

Τόμορφο κορίτσι το πήρε μαράζι. Έκλαιγε, έκλαιγε κρυφά απ' τον κόσμο κ' έλυωνε σαν το κερί. Κι' όλο έλυωνε, ως που μια μέρα έκλεισε τα ματάκια με τα μεγάλα ματόκλαδα, και δεν τάνοιξε πια. Ο κόσμος έκλαψε τον άδικο χαμό της κ' οι τραγουδιστάδες της βγάλανε τραγούδι.

Εγώ όμως κάθησα εκεί κ' αιστανόμουνα με τρόμο πως όλα είχανε σιγάσει. Το απόγεμα έφτασε ο Ούλοφ, και μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα ήρθε από το πρώτο ταξίδι του στον κόσμο κοντά στο κρεββάτι, όπου είτανε ξαπλωμένος νεκρός ο μικρός αδερφός. Έκλαψε κει αντρικά κ' ήσυχα κι άμα γύρισε στην τραπεζαρία του έδειξε ο Σβάντε το δάχτυλό του.

Και προτήτερα από τα γνεψίματα κι από το γέλοιο το κατάλαβε· μα τότες, αφού από το πρωί επροφασίστηκε στο Χρώμη, ότι θα πάη σε μια γειτόνισσά της ετοιμόγεννη, τους παρακολούθησε κι αφού εκρύφτηκε σε κάποια χαμόκλαδα για να μη φαίνεται άκουσεν όλα όσα είπαν, είδεν όλα όσα εκάμανε· μήτε της ξέφυγε ότι έκλαψε ο Δάφνης.

Έδειχνε ποτέ τίποτες ο χριστιανός; Αμ' αυτός καλά-καλά, ούτε την έκλαψε, που λέει ο λόγος, τέτοιαν άγια γυναίκα.

Σκυμμένη στα πόδια του ερημίτη, η Ιζόλδη είπε κι' αυτή, θρηνητικά: «Δε θα ζήσω πεια άλλο έτσι. Δεν λέω πώς μετανοώ επειδή αγάπησα τον Τριστάνο και τον αγαπώ, ακόμη και πάντοτε. Αλλά τα σώματά μας τουλάχιστον, από δω και πέρα, θα χωριστούν». Ο ερημίτης έκλαψε κ' εδόξασε το Θεό. «Θεέ! ωραίε παντοδύναμε Βασιλέα!

Κανένας δεν τον λυπήθηκε, κανένας δεν τον έκλαψε και σαν τον θάψανε σαν σκυλί την άλλη μέρα, άνδρες και γυναίκες γελούσαν με τα παράξενα που γίνονται στον κόσμο. Μα τόμορφο κορίτσι δεν μπορούσε να βαστάξη την καταφρόνια, που της έκανε η αγάπη ενός σκιάχτρου. Δεν μπορούσε να χωρέση ο νους της πως μέσα σε τόσα κορίτσια, όμορφα και άσχημα, διάλεξε αυτήνε να την αγαπήση.