United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τη γρουσούζεψε κι' αυτή η μάννα της με τη γρίνια της, όπως έφαγε και τον άντρα της και τον ξεκούτιανε. Τώρα τάβαλε με κείνον. Όλα ο γέρος τα φταίει. Έτσι, λέει, ήταν κι' αυτός ξελογιασμένος σαν το γαμπρό που διάλεξε. Προχτές σα γυρίσανε από το λείψανο την έπιασαν τα δαιμόνιά της. «Από σένα έχασα το κορίτσι μου, του έλεγε.

Ένας από τους πιο σημαντικούς του καιρού εκείνου στην Πόλη είταν ο Αλανός Πατρίκιος ο Ασπάρης, πρώτος και στα πολιτικά και στο στρατό· μυριόπλουτος, κ' οι φρουροί του όλοι Γότθοι. Αρειανός όμως όντας και μη στέργοντας ναλλαξοπιστήση, στοχάστηκε να ενεργήση νανέβη το θρόνο άνθρωπος του χεριού του, και διάλεξε το χιλίαρχο το Λέοντα, επιστάτη του άλλοτε.

Κι όχι μοναχά διάλεξε γεγονότα αντί φαντασίες για βάση πολλής φανταστικής εργασίας του, αλλά και δίνει πάντα σε κάθε δράμα τον γενικό χαρακτήρα, την κοινωνικήν ατμόσφαιρα, με μια λέξη, του αιώνος για τον οποίον πρόκειται.

Είχε αποφασίσει να ξενιτεφτή. «Ξέρω, της έγραφε, πως τον αγαπάς· κάθε μέρα το λέει ο κόσμος και τακούω. Να ζήσης, να ζήσης χρόνια μαζί του· να χαρής τα λαμπρά σου τα νιάτα. Είναι καλός, είναι γενναίος, και τον αγαπώ, που σε διάλεξε εσένα, που θα φροντίση πάντα για σένα, που θα είναι πάντα με σένα. Εγώ φέβγω, φέβγω μακριά. Τι σε πειράζει τώρα να στο πω; Δεν μπορώ πια κρυφό να το βαστάξω.

Μα αφτός και δίνει εφτύς πολλά, κι' απέ έταξε πολλά άλλα, κι' άντρες τους πρώτους διάλεξε μες στο στρατό και στέλνει 520 να σου προσπέσουν, που κι' εσύ τους έχεις κάλια απ' όλους και που μη θες ο λόγος τους να ντροπιαστεί κι' οι κόποι· πριν όμως το πως θύμωσες δεν έχει κατηγόρια.

Από την πανώρια εκείνη τη μαζώχτρα διάλεξε τα ψιλούτσικα τα χείλη, το σαγώνι το μυτερό, τα παράπηχτα φρύδια. Άραγες θαποκοιμούνταν εκεί και θα ονειρευότανε σταλήθεια; Άραγες θα σηκώνουνταν αμέσως και θα ξαναπήγαινε στην αγγαρειά της; Ποιος το ξέρει. Συνέβηκε όμως κάτι που την ξάφνισε απάνω στο γλυκονείριασμά της.

Ο Ούλοφ, που είναι φύση πραχτική και δεν έχει καμιά κλίση στη φιλολογία, λένε πως πρώτη φορά έπιασε κι άνοιξε αυτόρμητα βιβλίο. Νομίζω μάλιστα πως διάβασε τρία ολάκερα κεφάλαια. Ο Σβάντε όμως διάβασε μεμιάς ολάκερο το βιβλίο από την αρχή ως το τέλος. Και διάλεξε μερικά κεφάλαια, εκείνα που του αρέσανε ξεχωριστά και τα διάβαζε δυνατά σε όλους, όσοι είχαν όρεξη νακούνε.

Φρόνιμο μέτρο για τη στάση, ολέθριο για τον Ιουστινιανό και τους δικούς του, αφού είταν η φρουρά στο παλάτι έτοιμη να γυρίση με το λαό. Ο Υπάτιος όμως δεν το παραδέχτηκε αυτό, μόνο διάλεξε άλλο αχαμνότερο μέτρο, που για να το κάμη, θα πη πως ή ανόητος είταν, ή ζητούσε σταλήθεια να ευκολύνη τη δουλειά του Ιουστινιανού και του Βελισαρίου.

Όντας με βλέπης μη προγγάς, κρίνε μου όντας σου κρένω Και γέλα μ' όντας σου γελώ, κι' όντας απλώνω χέρι Γείρε μου εσύτην αγκαλιά, δος μου τα δυο σου αχείλη. Τ' άκουσα που το τραγουδούν απάνουτα λουμάκια Του λόγγου τ' άγρια πουλιά πώς αγαπά η καρδιά σου, Πως διάλεξε αγαπητικόν τον δράκοντα τον Ήλιο.

Τι να είταν το μυστήριο που κρυφοχύθηκε και μου την έκαμε βλαστάρι τρυφερό την καρδιά μου! Αγάπη δεν μπορούσε να είναι· πρέπει να είταν ο ανθός της αγάπης, μοσκοβότανο φυτρωμένο στο μίσος του άγριου του Τούρκου. Είχα ηρωΐδα μπροστά μου, μια ψυχή που τη διάλεξε ο Θεός να την αγιάση από δέκα χρονώ, και να τη γλυτώση με παράξενο θάμα. Και πώς να μην τη λατρεύω, που έβλεπα πως όλα είταν αλήθεια, όλα.