Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Νύχτες ολάκερες τριγύριζε στις κουμαριές, γύρω απ' την Ανάληψη, σαν το στοιχειό και σαν την άδικη κατάρα, καρτερώντας την κοπέλλα του. Μυαλό είν' αυτό. Δε θέλει και πολύ για να γυρίση. Σαν του γύρισε, άφησε τους ανθρώπους και τάβαλε με τα σκυλιά. Πρώτα-πρώτα τάβαλε με το σκυλί της παπαδιάς.
Εκείνος όμως, αφού έρριξε μια ματιά στον αυλόγυρο του μπακάλικου, ετράβηξε κατά το πλησιέστερο αλώνι, εσύναξε τα ράσα του κ' εκάθησε στην ομαλότερη πέτρα του αλονόγυρου. Παρέκει ήταν τρία τέσσερα χωριανόπαιδα· ο 'γούμενος τα φώναξε, τους έδωκε μερικά στραγάλια που είχε στην τσέπη του και τάβαλε να παλέψουν, για να γελάση.
— Τη γρουσούζεψε κι' αυτή η μάννα της με τη γρίνια της, όπως έφαγε και τον άντρα της και τον ξεκούτιανε. Τώρα τάβαλε με κείνον. Όλα ο γέρος τα φταίει. Έτσι, λέει, ήταν κι' αυτός ξελογιασμένος σαν το γαμπρό που διάλεξε. Προχτές σα γυρίσανε από το λείψανο την έπιασαν τα δαιμόνιά της. «Από σένα έχασα το κορίτσι μου, του έλεγε.
Έλεγε — στοχάσου — πως τον αναγελούσε το σκυλί και τούλεγε τα χίλια δυο αναμπαίγματα και πως τώχε βαλμένο τάχα η παπαδιά κ' η κόρη της και τώχαν δασκαλέψει να του λέη μαθές λόγια σημαδιακά. Αποκεί πήρε δρόμο. Τάβαλε μ' όλα τα σκυλιά της γειτονιάς, μ' όλα των μαχαλάδων τα σκυλιά και με τα καραβόσκυλα ακόμα.
Κι' αφτούς τους λόγους έλεγε κάθε Αχαιός και Τρώας «Δία πατέρα π' αψηλά ορίζεις απ' την Ίδα, 320 μεγάλε μυριοδόξαστε! όπιος αφτά τα πάθια ανάμεσό μας τάβαλε, ναι κάνε αφτός να πέσει και στ' Άδη τα εφτάβαθα ως μέσα να κατέβει, κι' εμείς ας κάνουμε ξανά όρκους πιστούς αγάπης.» Έτσι είπανε.
Ας σου πω μονάχα πως ήρθε μετά χρόνια πολλά στον τόπο μας καραβοτσακισμένος ο γέρο Βασίλης. Κι από τότες δεν ξαναγύρισε στη πατρίδα του παρά μια φορά, που πήγε και ξέχωσε τα κόκκαλα της γυναίκας και του παιδιού του, και τάβαλε στο κοιμητήριο, και τους έκαμε μνημόσυνο, και γύρισε πάλι πίσω, γιατί δικό του δεν μπόρεσε να ξανάβρη κανένανε.
Ο Γκεσούλης, μικρό κουταβάκι, πριν ανοίξη ακόμα τα μάτια του, είχε ριχτή στο φάραγγα, είδος Κεάδα του χωριού, μ' άλλα έξη-εφτά ομογέννητα αδερφάκια του, γιατί ο αφέντης της μάννας του, θέλοντας να δοκιμάση την αξία όλων των κουταβιών πούχε γεννήσει η σκύλλα του εκείνες τες μέρες, τάβαλε όλα απάνω σ' ένα λυκοτόμαρο, και μόνο δυο κουτάβια, που απ' όλα συνταράχτηκαν και σήκωσαν τη μύτη τους κι' έβγαλαν ένα μικρό γουρλητό, αυτά κράτησε, για να βυζαίνουν το γάλα της σκυλομάννας, γιατί αυτά τα κουτάβια θα γίνουνταν καλύτερα και φοβερώτερα κι' ως μαντρόσκυλλα κι' ως αυλόσκυλλα, και τάλλα τα πέταξε στο φάραγγα κρυφά από τη μάννα τους, που τ' αγαπούσε η καημένη όλα ίσια, κι' είχε για το καθένα ξεχωριστό βυζί στην κοιλιά της.
Ο Βασιλιάς πήρε τα γάντιά του τα στολισμένα με γουναρικό. «Αυτή, σκέφτηκε μου τάφερε άλλοτε από την Ιρλανδία!. ..» Τάβαλε στα κλαδιά για να κλείση την χαραματιά από την οποία έμπαινε ο ήλιος. Έπειτα απαλά-απαλά τράβηξε το δαχτυλίδι με τα σμαράγδια που είχε δώσει στη Βασίλισσα: με πόση δυσκολία μπήκε τότε το δαχτυλίδι!
Το βλέπω πάλε το γράψιμό του, που φτάνει να το διώ κι ανατριχιάζω. Μου γράφει εμένα. Πως αγαπά τάχα! — την Ελένη. Πως είναι σα χαμένος, και γιατί δε θέλουμε νάρχεται πια σπίτι; Πως τρελλαίνεται και δεν τολμά να μιλήση, μα πως τώρα έκαμε πια απόφαση, τα ξέτασε, τα ζύγιασε, τάβαλε όλα σε τάξη.
Κάθε τόσο σου έβγαζαν και κανένα φωστήρα στη μέση· ο τάδες έκαμνε αμίμητους στίχους· ο άλλος, άμα που φάνηκε, τάβαλε πια όλα σε τάξη, τάσιαξε όλα· αμέσως βρήκε τι γλώσσα και τι μέτρο θέλει η τραγωδία, τι μέτρο και τι γλώσσα η κωμωδία. Ο τρίτος δίδασκε με τι τρόπο πρέπει να γράφεται η ιστορία, με τι τρόπο η μυθιστορία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν