United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επειδή όμως και φυσικά κυνηγούσε τα παιδιά, άμα βρήκεν ομορφιά, που μήτε στην πολιτεία δεν την είχεν ιδή, έβαλε με το νου του να ριχτή του Δάφνη κ' ενόμιζε πως εύκολα θα τον καταφέρη, σαν γιδάρης που ήτανε. Κι αφού αποφάσισεν αυτά δεν πήγαινε στο κυνήγι μαζί με τον Άστυλο, παρά κατέβαινε εκεί που έβοσκεν ο Δάφνης, παίρνοντας πρόφαση τα γίδια· η αλήθεια όμως ήτανε πως ήθελε να ιδή το Δάφνη.

Δείχνεται η ξυππασιά κ' η αμυαλιά τους. Εγώ δεν έχω την ανάγκη τους. Όχι οι Μορφόπουλοι, μα κι όλος ο κόσμος να μου ριχτή, τίποτα δεν παθαίνω και μη φοβάστε. — Τώρα καλά, κόρη μου· είπε ο γέρος στενάζοντας. Μα αύριο που θα φύγουμε μεις, πως θα ζήσης μοναχή σου; — Θα ζήσω κ' έγνοια σας.

Μα τον νεκρό αδερφό του αυτόν, τον Πολυνείκη, άταφος έξω να ριχτή, θροφή των σκύλων, γιατί είναι χαλαστής της χώρας των Καδμείων, αν κάποιος από τους θεούς δεν του κρατούσε το δόρυ του, μα και νεκρός την αμαρτία των θεών θα ’χη της πατρίδας του, γιατ’ ήρθε με ξένο απ’ έξω στράτευμα, ατιμάζοντάς τους κ’ εκούρσευε τη χώρα του.

Η καρδιά της τής προέλεγε όλα τα τρομερά. Μια φορά ήθελε να ριχτή στα πόδια του ανδρός της και να του αποκαλύψη όλα, το συμβάν της χθεσινής βραδειάς, την ενοχή της και τα προαισθήματά της· έπειτα όμως έβλεπε πως δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα το επιχείρημά της, πολύ λίγο μπορούσε να ελπίζη πως θα μπορούσε να πείση τον σύζυγό της να πάη στο Βέρθερο.

Κ' επιάστηκαν σε πόλεμο, και επιάστηκαν σ' αμάχη, Ποιος ζήση απ' όλους να ριχτή την ώμορφη ν' αρπάξη. Ο παντρεμμένος έφτακε καββάλα 'ςτ' άλογό του. Κ' εκεί που εκείνοι αμάχονται και ένας χτυπάει τον άλλον, Βγάζει το δαμασκί σπαθί, οφίγγεται μέσ' 'ς τη σέλλα, Κεντάει τ' αλόγου τα πλευρά και ρίχνεταιτη μέση Χτυπάει εδώ και σφάζει εκεί κι' ολούθε τάφο ανοίγει.

Παρακαλεί τον ουρανό να τον απογλυτρώση, Σε χώμα απάνω να ριχτή, και σε στεριά να σώση. Σέρνεται οπίσω του απλωτή σαν το κουπί η νορά του, Και μουσκεμένα και βαριά κρεμούνται τα μαλλιά του· 170 Τηρίεται, και απελπίζεται· βυθίζεται σε δείλια.

Ήταν αθώος σαν το νεογέννητο παιδί και ο κόσμος ως τόσο του ρίχτηκε και πρώτη πρώτη η γυναίκα του. «Δε σ' αφίνει ο κακόκοσμος ποτέ ήσυχο»· εσυλλογιζότανε ο ναύτης· «θαρρείς περιμένει τίποτα στραβό, κανένα σκόνταμα, ή αδυναμία καμμιά για να σου ριχτή, να σε σπρώξη να πέσης όλως διόλου ν' αφανισθής για να χαρή αυτός ή και για να σε κλάψη ύστερα

Ποιος τάχα εχθρός απ' τη στεριά, διαβαίνοντας το Νείλο, θε νάρθη μέσ' στις χώρες του να τις αναστατώση και ποιος από τη θάλασσα θε νάβγη απ' το καράβι και σαν εχθρός θε να ριχτή στων Αιγυπτίων τα βώδια, ενόσω αυτές τις χώρες του φυλάει ο Πτολεμαίος ο ξανθομάλλης βασιλιάς με την παλληκαριά του; Κ' έχει την έννοια να κρατά και την κληρονομιά του και σαν μεγάλος βασιλιάς να την αυξαίνη ακόμα.

Μα άφησε, μωρέ παιδί, την καθέγλα! ανεφώνησεν ο Σαϊτονικολής, ιδών ότι το πείσμα του Μανώλη εξέσπα εις αυτήν. Δε σου φταίει αυτή. Έπειτα εξηκολούθησεν: — Ο ερίφης ήθελε να τον αφίνουνε να μεροξημερώνεται στο σπίτι του Θωμά· και με το να μη γενή το θέλημά του ερεμπέλεψε κήρχιξε να γυρίζη στα δώματα και στσι ρούγες σαν κουζουλός, να ρίχτη πέτρες και λόγια και να σπα σταμνιά.

Έγερνε ο ήλιος φλογερός, απανωθιώ στη δύση, Πανώριος, αχτιδόπνιχτος, αστραποφορεμένος, Σα βασιλιάς περήφανος, άξιος και παλληκάρι. Από τες νίκες τες πολλές και την πολλή τη δόξα, Όταν γυρίζη αγέρωχος στα ολόχρυσα παλάτια, Ν’ αναπαυτή χαρούμενος πο τους πολλούς του κόπους, Να φάη να πιή και να ριχτή, σ’ ολόχρυσο κρεββάτι.